5/7/11

To υβρίδιο, ο άνθρωπος και το ποτάμι


Τετάρτη, 5 Mαϊου 2010
Από το πρωί η ατμόσφαιρα είναι περίεργη. Πριν κάποιες μέρες το περίφημο διάγγελμα από το Καστελόριζο. Εντυπωσιακό το πώς τα πιο άσχημα πράγματα έπρεπε να ειπωθούν σε ένα πανέμορφο τοπίο.
Για να προλαβαίνει το μάτι να χάνεται στην ομορφιά, να μπερδεύεται το αυτί να μην ακούει και το μυαλό να μην επεξεργάζεται την ασχήμια όσων λέγονται. Μνημόνιο, κρίση, περικοπές, θυσίες.
Θυσίες. 5 Μαίου 2010. Συλλαλητήριο. Δακρυγόνα. Μολότωφ. Φωτιά. 3 θυσίες.
Δεν είμαι εκεί. Το μαθαίνω ενώ οδηγώ. Παγώνω. Δεν μπορεί, λάθος είναι. Το νέο επαληθεύεται. Δεν ξέρω πού να πάω. Μουδιάζω όλο και πιο πολύ. Η μέρα σήμερα χωρίζει το πριν με το μετά. Πριν ήταν οι άνθρωποι.
Μετά;
Κενό. Δεν βρίσκω τα συναισθήματα. Δεν βρίσκω τα δάκρυα. Δεν βρίσκω καν το φόβο.  Δεν βρίσκω τον άνθρωπο μέσα μου. Τον πήραν σιγά-σιγά τα εξωγήινα όντα που εδώ και χρόνια έχουν καταλάβει την πατρίδα μου, τις κυβερνήσεις, τις θέσεις κλειδιά σε εργασία,  πανεπιστήμια, παντού.
Εγώ είμαι πλέον μια μετάλλαξη. Δεν πονάω. Δεν νιώθω. Δεν κλαίω. Όχι πια δάκρυα. Είμαι υβρίδιο του σαμπουάν Johnson & Johnson και μαζί μου τόσοι άλλοι. Να φύγω. Πού πάνε οι μεταλλαγμένοι όταν δεν είναι άνθρωποι πια;
Εδώ και μήνες, ο άνθρωπος που υπήρχε ακόμα μέσα μου, φώναζε ότι τα πράγματα είναι φρικτά, ότι θα γίνουν τα χειρότερα. Ακόμα και οι κοντινοί μου με κοίταζαν σαν UFO. Είναι λίγο πιο ευαίσθητη, λόγω της απόλυσης, έλεγαν. Δεν καταλάβαιναν, εκτός από μερικούς, που βρίσκονταν και αυτοί στο τελικό στάδιο της μετάλλαξης.
Σήμερα η πόλη καίγεται. Οι άνθρωποι καίγονται. Οι τελευταίοι τρεις. Οι υπόλοιποι είμαστε μεταλλαγμένοι, εξωγήινοι, πλέον.

Παρασκευή, 7 Μαϊου 2010
Παίρνω το πρώτο διαστημόπλοιο-αεροπλάνο και πετάω για Γιάννενα. Βλέπω από ψηλά την πόλη που κάηκε και μετά, άλλες πόλεις, σύννεφα, βουνά. Μια μικρή ανακούφιση μετά από μήνες. Η πρώτη φορά που κάτι μέσα μου αρχίζει να θυμάται το ανθρώπινο κομμάτι του.
Μπα, η ιδέα μου είναι.
Η φίλη μου –που έχει βρει καταφύγιο στη γενέθλια πόλη της μετά την απόλυση και τα γεγονότα της Αθήνας- με περιμένει με τον πατέρα της, στο αεροδρόμιο. Θα φιλοξενήσουν το μεταλλαγμένο πλάσμα για κάποιες μέρες.
Τρώμε όλοι μαζί, όπως οι άνθρωποι παλιά. Συζητάμε μετά το φαγητό. Περιγράφω όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, όσα συμβαίνουν στη γενιά μου, τις απολύσεις, το παρόν χωρίς δάκρυα, το μέλλον χωρίς μέλλον, χωρίς να έχω ίχνος συναισθήματος. Περιγράφω. Βλέπω την αγωνία και την απόγνωση στα μάτια των γονιών της φίλης μου. Συγκινούνται και στενοχωριούνται για εμάς, την επόμενη γενιά μεταλλαγμένων. Έχουν μια ζεστασιά που προσπαθεί να με αγκαλιάσει αλλά δεν την αφήνω.  Είναι ακόμα άνθρωποι, σκέφτομαι.
Οι επόμενες μέρες κυλούν ήρεμα και αργά σαν τα νερά της λίμνης. Οι άνθρωποι (εδώ, υπάρχει ακόμα το είδος) ζουν και αναπνέουν στους ρυθμούς της λίμνης. Ήρεμα, φυσικά, ανθρώπινα.
Τη στιγμή που πάω να το συνηθίσω, ο μεταλλαγμένος εαυτός μου με τραβάει πίσω. Δεν νιώθω. Δεν κάνει. Πρέπει να είμαι έτοιμη όταν γυρίσω στην πόλη που καίγεται. Για να την αντέξω.

Δευτέρα, 10 Μαϊου 2010

“Σήμερα θα πάμε μια βόλτα μέχρι τον Βοϊδομάτη” μου λέει η φίλη μου.
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από καταπράσινα τοπία. Απέναντί μου τα βουνά. Βλέπω χιόνι στις κορυφές. Νιώθω ακόμα πιο εξωγήινη μπροστά σε αυτό το τοπίο.
Φτάνουμε στο ποτάμι. Κατεβαίνω και περπατάω προς το νερό. Διαυγές, πεντακάθαρο, αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου σε όλο τους το φάσμα. Το ποτάμι αστράφτει στο φως του ήλιου και χιλιάδες μικρές αντανακλάσεις με κρατούν ακίνητη σαν υπνωτισμένη.
Κοιτάζω κάτω. Μπροστά μου μικρές τυρκουάζ πεταλούδες χορεύουν στην όχθη. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου.
Ξαφνικά, ακούω έναν περίεργο θόρυβο από την άλλη πλευρά του ποταμού. Δεν πιστεύω αυτό που βλέπω. Ένα άσπρο άλογο με κοιτάζει. Είναι απλά εκεί, ήρεμο. Ελεύθερο. Είμαι σίγουρα σε άλλο πλανήτη, σκέφτομαι. Δεν υπάρχει τόση ομορφιά μαζεμένη, σε μία μόνο εικόνα. Πόσο καιρό έχω να αντικρίσω κάτι τόσο όμορφο; 
Το βλέμμα μου μένει στο νερό. Τα μάτια μου σιγά-σιγά γίνονται νερό. Πώς βρέθηκε το ποτάμι στα μάτια μου, αναρωτιέμαι. Το νερό κυλάει στα μάγουλά μου. Καυτό. Το νιώθω. Είναι η πρώτη φορά, εδώ και μήνες. Κι άλλο νερό, σκέφτομαι. Το νερό στα μάτια μου δεν σταματάει να κυλάει.
Δυσκολεύομαι να σταθώ όρθια. Κάθομαι στο χώμα. Χώμα και νερό. Έτσι δεν φτιάχτηκε ο άνθρωπος;
Βουτάω τα χέρια μου στο ποτάμι. Το ρίχνω στο πρόσωπό μου. Το βλέμμα καθαρίζει. Βλέπω και πάλι. Καθαρή πια. Άνθρωπος πια.

Πίσω, στο σπίτι, ακολουθεί το καθιερωμένο τελετουργικό των απογευμάτων στα Γιάννενα.  Καφές, γλυκό και κουβέντα. “Έφτιαξα πραλίνα παύλοβα για σένα” μου λέει η φίλη μου.
Παύλοβα μεταλλαγμένη, σαν εμένα.
Όχι πια, διορθώνω τον εαυτό μου, καθώς δοκιμάζω μια μεγάλη μπουκιά από το γλυκό.
Η γεύση της μαρέγκας, του καφέ, και της καραμέλας μου δίνουν μια γερή δόση αγαλλίασης. Νιώθω τη γλύκα. Κοιτάζω τα καλοσυνάτα μάτια των γονιών της φίλης μου και συνειδητοποιώ ότι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για αυτήν την πόλη, αυτούς τους ανθρώπους, για αυτή τη μέρα στο ποτάμι.

Τρίτη, 11 Μαίου 2010
Επιστρέφω στην πόλη μου. Την βλέπω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Δεν καίγεται πια. Απλά δακρύζει.

Πραλίνα Παύλοβα

ΥΛΙΚΑ

Για τη μαρέγκα:
4 ασπράδια
300 γρ. ζάχαρη
½ κ. γλ. baking powder
1 κ. γλυκού λευκό ξίδι

Για την σαντιγί:
1 κουτί κρέμα γάλακτος (320ml)
1 κουτ. σούπας ζάχαρη
1-2 κουτ. γλ. κονιάκ
1 κουτ. σούπας καφέ στιγμής


Για το γαρνίρισμα με καραμελωμένα αμύγδαλα:
Αμύγδαλα λευκά ωμά (καβουρδισμένα για λίγο στο φούρνο)
1 κούπα ζάχαρης

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Καραμελωμένα αμύγδαλα: Λιώνουμε τη ζάχαρη σε ένα tefal και αμέσως ρίχνουμε τα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Τα βάζουμε σε μια λαδόκολλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν. Μόλις κρυώσουν τα χτυπάμε σε κομμάτια στο multi.

Μαρέγκα: Χτυπάμε τα ασπράδια των αυγών στο μίξερ. Μετά από λίγο προσθέτουμε τη ζάχαρη, το baking powder και το ξίδι.
Χτυπάμε μέχρι να γίνει ένα συμπαγές μίγμα.

Σχεδιάζουμε σε μια λαδόκολλα ένα τετράγωνο μεγάλο ή έναν κύκλο 20-25 cm.
Τοποθετούμε τη μαρέγκα μέσα στον κύκλο. Ψήνουμε για 10 λεπτά στους 150 βαθμούς και μετά για 50 λεπτά στους 130 βαθμούς.
Αφήνουμε τη μαρέγκα να κρυώσει στο φούρνο, χωρίς να τον ανοίξουμε.

Σαντιγί: Xτυπάμε την κρέμα και τη ζάχαρη μαζί με τον καφέ και το κονιάκ φτιάχνοντας σαντιγί.
Αφού η μαρέγκα έχει κρυώσει καλά, απλώνουμε πάνω της τη σαντιγί.
Γαρνίρουμε με τα καραμελωμένα αμύγδαλα.

Συνταγή: Μαίρη Θεοδώρου


Μια μεταλλαγμένη Παύλοβα που σε κάθε μπουκιά σου θυμίζει τι ωραία που είναι να είσαι άνθρωπος και  απολαμβάνεις έστω και αυτό το κομμάτι γλυκό. Σου θυμίζει τι ωραίο που είναι να έχεις φίλους που σε βοηθάνε να το φτιάξεις και σου δίνουν τέτοιες εξαιρετικές συνταγές αλλά και κουράγιο και καταφύγιο όταν το έχεις απόλυτη ανάγκη. 


5 σχόλια:

danae είπε...

Στις όχθες του Βοϊδομάτη έκατσες κι έκλαψες... τι λύτρωση που είναι το νερό σε κάθε μορφή του!

Vellutina είπε...

Nερό και στα δικά μας μάτια έφερες. Ωραίο σημείο στο κείμενο. Πολύ δυνατό. Ταξίδι στη συγκίνηση.

Αν και είσαι πολύ τυπική, οι συνταγές δεν έχουν πνευματικά δικαιώματα, είναι παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Από τη στιγμή που την ξέρεις είναι και δική σου! Για να την απολαμβάνεις πάντα και να γλυκαίνεσαι:-)

amalo είπε...

Πολυ ωραιο κειμενο... μηπως η επαρχια ειναι η λυσή?????

Fts είπε...

Προσωπικά συμφωνώ με amalo.
Βέβαια φοβάμαι πως αν στραφούμε μαζικά προς τα έξω, τα εξωγήινα όντα θα κοιτάξουν να καταστρέψουν και την επαρχία!

gina είπε...

Αληθινό το θέμα της μετάλλαξης. Και μ' αρέσει και το πως το περιγράφεις. Μετάλλαξη = Άμυνα.

Το παιχνίδι παίζεται μόνο από μεταλλαγμένους. Όσο σε παίρνει παραμένεις έτσι. Σε κάθε γύρο των πιονιών όλο και κάποιος φεύγει και γίνεται πάλι φυσικός.