15/6/11

Είμαστε δυο…


Παρασκευή, 26 Μαρτίου 2010.
Είναι 11:30 το πρωί, άγρια χαράματα για μένα και το τηλέφωνο χτυπάει. “Καλημέρα Κλειούλα! Τι κάνεις;” Η φωνή της Μαίρης.
“Ήθελα να σου πω ότι δεν είσαι πλέον μόνη. Θα σου κάνω και εγώ παρέα στην ανεργία”. Η φωνή της σπάει, γελάει αλλά κάτι στον τόνο μου δείχνει ξεκάθαρα ότι είναι στενοχωρημένη.
Η φίλη μου δουλεύει και αυτή στη διαφήμιση. Γνωριστήκαμε πριν 12 χρόνια στην πρώτη μας δουλειά, σαν junior κειμενογράφοι.
Μετά ακολούθησε η κάθε μία την πορεία της. Η Μαίρη ανέβηκε γρήγορα την ιεραρχία, έγινε creative director, βραβεύτηκε για τις ιδέες της και έκανε μια πολύ καλή πορεία στο χώρο.
“Τι εννοείς θα μου κάνεις παρέα;” ρωτάω. “Απολύθηκα” μου λέει.
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Πώς μου ήρθε ο Μίκης Θοδωράκης πρωινιάτικα;
“Καλά, εσένα βρήκαν να απολύσουν;”
 “Εγώ έπαιρνα τα περισσότερα χρήματα στο δημιουργικό” μου απαντάει σαν να ντρέπεται.
“Ναι, αλλά έχεις πίσω σου βραβεία, εμπειρία, ιδέες, ταλέντο και αυτός ήταν ο λόγος που έπαιρνες το μισθό που ο εργοδότης σου έδινε εξαρχής. Δεν του τα έκλεβες.”
“Η κρίση,” βλέπεις.
Δύο μέρες μετά πηγαίνουμε για καφέ. Eκείνη δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι έχει συμβεί. Εγώ συνειδητοποιώ ότι οι απολύσεις έχουν αρχίσει να χτυπάνε κόκκινο. Τουλάχιστον, στη διαφήμιση. Όταν αρχίζουν να χτυπάνε στο στενό σου φιλικό κύκλο, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία.
Είμαστε πλέον δύο.
Ο Μίκης μέσα στο κεφάλι μου συνεχίζει να τραγουδάει “Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…”
Ενώ συζητάμε και δίνω οδηγίες για ΟΑΕΔ, OKANA, ΑΑ και ψυχολογική υποστήριξη μπαίνει στο μαγαζί ένας παλιός συνάδελφος.
Αγκαλιές, φιλιά. Η κουβέντα έρχεται στη δουλειά. Μας ρωτάει: “Tώρα πού είστε; Σε ποια εταιρία δουλεύετε;”
Ακούω εμένα και τη Μαίρη να απαντάμε με μία φωνή σαν τα Καλουτάκια: “Είμαστε άνεργες!”
Γελάει. “’Ελα κόψτε την πλάκα”.
Απαντάμε και πάλι στερεοφωνικά: “Δεν σου κάνουμε πλάκα”.
Το χαμόγελο παγώνει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του. Tρόμαξε. Δεν ξέρω αν είναι από την πληροφορία που του δίνουμε ή από το γεγονός ότι απαντάμε στερεοφωνικά και με απόλυτο συγχρονισμό. Κοιτάζει κάτω και προσπαθεί να βρει δυο κουβέντες να πει.
“Μα πώς; Και οι δύο;”
“Και οι δύο” απαντούν και πάλι οι αδελφές Καλουτά.
Ο συνάδελφος μας κοιτάζει σαστισμένος. Πάει να μιλήσει αλλά ψελλίζει κάτι του τύπου “δεν πειράζει”, “μην ανησυχείτε”, “βέβαια και σε εμάς, απέλυσαν τρεις πριν μια εβδομάδα”, “αλλά εσείς θα βρείτε δουλειά”.
“Είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…”
Κολοκύθια, σκέφτομαι!
Οι πιθανότητες να ξαναβρούμε εύκολα δουλειά στη διαφήμιση μαραίνονται σαν τα κολοκυθάκια σε καυτό λάδι στο τηγάνι.
Πιο εύκολο μου φαίνεται να βρούμε δουλειά σαν ντουέτο με τη Μαίρη σε επιθεώρηση και με τραγούδι-σουξέ “Βίρα τις Άνεργες”. 
“Είμαστε δυο…” τραγουδάει πάλι ο Μίκης στο κεφάλι μου. Τον σταματάω. Sorry, Μίκη αλλά πάντα το μιούζικαλ νικούσε μέσα μου τον επαναστατικό αγώνα και τη Μαρία Φαραντούρη.
Ήταν θέμα styling και, ίσως, μιας ξενοιασιάς που ήξερα ότι χανόταν μέρα με τη μέρα από εμένα και τους γύρω μου!

Βίρα τις Άνεργες για ξένους τόπους
να δουν τα μάτια τους άλλους ανθρώπους.
Σ' άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη
τις πάει πρίμα μακριά τ' αγέρι.

Βίρα τις Άνεργες που βάζουν πλώρη
μακριά απ' το έρημο το φτωχοχώρι. 

Στίχοι “Βίρα τις Άγκυρες”: Αλέκος Αγγελόπουλος
Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
 


Παπαρδέλες με κολοκυθάκια και σαφράν

ΥΛΙΚΑ
500 γρ. παπαρδέλες (ή ότι άλλο ζυμαρικό σας αρέσει π.χ. ταλιατέλες)
2 κουταλιές βούτυρο
1 μέτριο κρεμμύδι
1 σκελίδα σκόρδο
700 γρ. κολοκυθάκια
200 γρ. κρέμα γάλακτος (light)
σαφράν 2-3 στήμονες
παρμεζάνα τριμμένη
αλάτι, πιπέρι

EKTEΛΕΣΗ
Κόβουμε τα κολοκυθάκια σε λεπτά μακρόστενα κομμάτια.
Βάζουμε το βούτυρο στο τηγάνι και και σοτάρουμε το ψιλοκομμένο κρεμμύδι και το σκόρδο μέχρι να ροδίσουν.
Ρίχνουμε τα κολοκυθάκια και το σαφράν. Σοτάρουμε καλά.
Αφήνουμε για 6-7 λεπτά σε μέτρια φωτιά μέχρι να απορροφηθούν τα υγρά. Προσθέτουμε την κρέμα γάλακτος, αφήνουμε για 2-3 λεπτά ακόμα και σβήνουμε τη φωτιά.
Εν τω μεταξύ, βράζουμε τα ζυμαρικά σε άφθονο αλατισμένο νερό και τα σουρώνουμε. Ρίχνουμε τη σάλτσα στην κατσαρόλα που ήταν τα ζυμαρικά και τα αδειάζουμε μέσα.
Ανακατεύουμε καλά, προσθέτουμε την παρμεζάνα, φρεσκοτριμμένο πιπέρι και σερβίρουμε.


Εύκολο, γρήγορο, ελαφρύ σαν νούμερο επιθεώρησης. Ηρεμεί, και καθησυχάζει, μιλάει στη γλώσσα σου χωρίς να σε αναστατώνει. Ό,τι πρέπει για φίλους που μόλις έχασαν τη δουλειά τους, έχασε η ομάδα τους, χώρισαν ή απλά πέρασαν το βράδυ από το σπίτι να πουν ένα γεια- και καλά (για τον/την γκόμενο-α θα θέλουν να μιλήσουν).

1 σχόλιο:

Vellutina είπε...

Τα Καλουτάκια! Τα Κολοκυθάκια! Αχ Κλειούλα! It all comes back to me now. Και τότε είχαμε και ελπίδα πως κάτι θα γίνει...θα ξαναβρούμε δουλειά! χαχαχα Πάω να φάω τις παπαρδέλες μου!