25/10/11

Το Γκόλουμ, ο Φρόντο και η θέση στο Δημόσιο


Πέμπτη, 23 Σεπτεμβρίου 2010


Βρίσκομαι πίσω από ένα θρανίο για ένα άτομο. Από αυτά που ανοίγουν και κλείνουν εγκλωβίζοντάς σε. Είμαι σε φροντιστήριο προετοιμασίας για εξετάσεις του ΑΣΕΠ.
Εγώ και δεκάδες άλλες υποψήφιες που διάβασαν για την προκήρυξη διαγωνισμού για θέσεις στενογράφων στη Βουλή.
Μετά από πολλούς μήνες ανεργίας και απογοήτευσης, μια θέση στο Ελληνικό Δημόσιο, δεν φαντάζει τόσο απελπιστικά ανούσια, ούτε προδοσία των πιστεύω μου για δημιουργικότητα και αγάπη για τη δουλειά μου.
Θα παρακολουθήσω για ένα απόγευμα μαθήματα-γνωριμίας για να αποφασίσω αν τελικά θα πληρώσω με το αζημίωτο αυτή την  “προετοιμασία” στο φροντιστήριο.
Ο ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου, μακρινός συγγενής του Κρίστοφερ Λι (μα τέτοια ομοιότητα με τον Σάρουμαν, τον κακό μάγο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών;) μας προετοιμάζει για τις δυσκολίες που έχει ο συγκεκριμένος διαγωνισμός.
“Ελάχιστες θέσεις”, “πολλές υποψήφιες", “πρέπει να είστε αποφασισμένες”, “σκληρή δουλειά”, “τύχη”, “η καλύτερη κερδίζει”, “εξασφαλίζετε το μέλλον σας” “ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός”.
Νιώθω το θρανίο τεράστιο. Μίκρυνα ή έχω αρχίσει να μεταμορφώνομαι στο Χόμπιτ Φρόντο; αναρωτιέμαι. 
Κοιτάζω τις άλλες υποψήφιες. Κάποιες έχουν πάρει το ρόλο τους σοβαρά. Γράφουν σημειώσεις. Είναι αυτές που κάθονται μπροστά και κοιτάζουν τον “Σάρουμαν” με δέος. Καταλαβαίνουν τι λέει. Ορκς σίγουρα. Πολεμικές μηχανές, έτοιμες για τη μάχη- εξετάσεις.
Τις επόμενες δύο ώρες προσπαθώ να εντρυφήσω στα ορνιθοσκαλίσματα που λέγονται στενογραφία.
Μα τι νόημα έχει όλο αυτό; αναρωτιέμαι.
Στην ελληνική βουλή δεν γνωρίζουν τίποτα για την ανακάλυψη του μαγνητοφώνου, της βιντεοσκόπησης;
Προφανώς όχι, αφού το Δημόσιο στην Ελλάδα είναι ένα μέρος στη Μέση Γη, έτη φωτός μακριά από το 2010 και λέγεται Μόρντορ.
Η “κυρία μας” περνάει από τα θρανία μας και εξετάζει τις ικανότητές μας στη στενογραφία- καλλιγραφία. “Δεν το έχεις κάνει πολύ καλά αυτό το μπαστουνάκι”. “Είναι πολύ σημαντικό να τα κάνετε τέλεια. Η κάθε γραμμούλα μετράει στις εξετάσεις”.
“Σας παρακαλώ θα μου βάλετε και σφραγίδα με τη μάγια τη μέλισσα ή θα με μεταμορφώσετε σε Γκόλουμ;” σκέφτομαι.
Η “κυρία” με κοιτάζει με απαξιωτικό βλέμμα.
“Θεέ μου, δεν θα καταφέρω να μπω ποτέ στο Mόρντορ- Δημόσιο”.
Μετά από άλλες 4 βασανιστικές ώρες, φτάνουμε στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.
Σε 20 λεπτά διάβαζω ένα τεράστιο κείμενο και γράφω την περίληψή του. Νομίζω ότι τα έχω κατάφερει. ‘Αλλωστε είμαι κειμενογράφος, έχω ιδιαίτερη σχέση με τα κείμενα.
Αμ δε! Η ετοιμοπόλεμη μηχανή του μπροστινού θρανίου, το ξεφτέρι Ορκ, διάβαζει δυνατά και μηχανικά τη δική της και ο καθηγητής την επιβραβεύει ως την πιο κοντινή στο ύφος των εξετάσεων περίληψη.
Μα πού τα κατάλαβε αυτά; Κοιταζόμαστε με τις διπλανές μου σαν χαζά. Άλλο κείμενο διαβάσαμε εμείς; Άλλα καταλαβαίνουμε;
 Ή εγώ ή αυτή έχουμε λοβοτομηθεί και δεν το γνωρίζουμε.
Μετά το μάθημα, σε ένα αυτοσχέδιο πηγαδάκι που έχει σχηματιστεί για να επανέλθουμε στη χώρα της Λογικής, το Ορκ μας εξομολογείται ότι δουλεύει ήδη στο Δημόσιο- Μόρντορ. Μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο, διορίστηκε. Είναι 27 χρονών. Έχει περάσει πολλές φορές από εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Έχει δώσει πολλές νικηφόρες μάχες και κάποιες, όπως υπονοεί, ήταν επιτυχείς λόγω “μέσου”.
Θέλει όμως κι άλλο. “Μα δεν είσαι καλά εκεί που έχεις διοριστεί;” “Καλά είμαι αλλά θέλω να έχω χρόνο για μένα και να παίρνω καλύτερα χρήματα!”.
“Και τι θα κάνεις τότε;” την ρωτάω. “Θα βρω κάποιον να παντρευτώ για να φτιάξω τη ζωή μου”.
Για πρώτη φορά διακρίνω την τεράστια αγωνία στο βλέμμα της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι παρόλο που είμαι άνεργη και αρκετά μεγαλύτερή της, δεν μοιράζομαι το είδος της αγωνίας της. Αυτής της αγωνίας που μου υπαγορεύει να διοριστώ στην ελληνική Βουλή για να “φτιάξω” τη ζωή μου.
Δεν είναι Ορκ, συνειδητοποιώ. Είναι ο Σμίγκολ, το Γκόλουμ. Το “My precious”  δαχτυλίδι του Άρχοντα, δηλ. η πολύτιμη θέση στη Βουλή, από εμένα χάρισμά της. Δεν θα δώσω καμία τέτοια μάχη μαζί της.
 Δεν είμαι χόμπιτ και δεν έχω μπάρμπα-Γκάνταλφ στην Κορώνη.
 Έχω όμως τη δική μου μάχη να δώσω εκεί έξω στην πραγματική ζωή.
Και αυτός ο διαγωνισμός του Δημοσίου, σίγουρα δεν είναι η δική μου. Είναι του Φρόντο.


Φρόντο: Ο κύριος πρωταγωνιστής στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών  του Τolkien. Ήταν hobbit της Shire ο οποίος κληρονόμησε το δαχτυλίδι του Σόρον από τον Bilbo Baggins και ανέλαβε να το καταστρέψει στις φωτιές του Όρους Doom στη Μόρντορ.


Γκόλουμ- Σμίγκολ: Ο Gollum αρχικά ήταν και αυτός Hobbit.  Αρχικά γνωστός ως "Sméagol», αργότερα ονομάστηκε  σε"Gollum" όταν απέκτησε το Δαχτυλίδι. Η  ζωή του είχε επεκταθεί πολύ πέρα ​​από τα φυσικά της όρια με τις επιπτώσεις της κατοχής του One Ring –Δαχτυλιδιού, το οποίο έχασε από τον  Bilbo Baggins, θείο του Φρόντο.

Κατά τη διάρκεια της επιρροής του δακτυλιδιού, ανέπτυξε ένα είδος διχασμένης προσωπικότητας: Ο "Sméagol" ακόμα αόριστα θυμάται τα πράγματα όπως τη φιλία και την αγάπη, ενώ το "Gollum" ήταν ένας σκλάβος του δαχτυλιδιού που ήξερε μόνο την προδοσία και τη βία. Το Γκόλουμ στην προσπάθειά του να αποκτήσει ξανά το δαχτυλίδι ακολουθεί τον Φρόντο και τη Συντροφιά του και στο τέλος μονομαχεί μαζί του μέχρι θανάτου προκειμένου να του αποσπάσει το Δαχτυλίδι.


Ορκς: Στα γραπτά του Tolkien, τα Orcs έχουν ανθρώπινη μορφή, διαφόρων μεγεθών. Απεικονίζονται ως άσχημα και βρώμικα, με μια προτίμηση για την ανθρώπινη σάρκα. Δεν διαθέτουν ευαισθησία, συμπόνοια και στερούνται συναισθημάτων.
Αγωνίζονται άγρια για ​​όσο χρονικό διάστημα  ένα κατευθυντήριο (όπως Morgoth ή Sauron) τα αναγκάζει ή τα κατευθύνει. Τα Orcs χρησιμοποιούνται ως στρατιώτες από τους μεγαλύτερους κακούς του The Lord of the Rings, όπως Sauron και Σάρουμαν.

Μόρντορ:
Στο φανταστικό σύμπαν JRR Tolkien της Μέσης Γης, Μόρντορ ή Morhdorh ήταν ο τόπος κατοικίας του Sauron, στα νοτιοανατολικά της βορειοδυτικής Μέσης Γης προς την Ανατολή του Anduin, τον μεγάλο ποταμό. Orodruin, ένα ηφαίστειο στη Μόρντορ, ήταν ο προορισμός του Fellowship of the Ring (και αργότερα Frodo Baggins και Sam Gamgee) στην αναζήτηση για να καταστρέψουν το Ένα δαχτυλίδι. Η Μόρντορ ήταν μοναδική, λόγω των  τριών τεράστιων κορυφογραμμών βουνών που την περιβάλλουν, από τα βόρεια, από τα δυτικά και από το νότο. Τα βουνά την προστατεύουν από μια απροσδόκητη εισβολή από κάποιον  από τους λαούς που ζουν σε αυτές τις κατευθύνσεις.



Σάρουμαν: Αρχικά μάγος του καλού καταλήγει διεφθαρμένος και κακός. Ένας  από τους πολλούς χαρακτήρες στο βιβλίο που απεικονίζουν τη διαφθορά της εξουσίας. Η επιθυμία του για γνώση και τάξη, τον οδηγεί στην πτώση του. Δημιούργησε στρατό από ορκς για να πάρει εκείνος το δαχτυλίδι και στράφηκε εναντίον της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού καθώς και του φίλου του μάγου Γκάνταλφ.

Hobbits: Φανταστική φυλή που κατοικεί στα εδάφη της Μέσης Γης στη μυθιστοριογραφία JRR Tolkien. Μικρόσωμα αλλά ανθρωπόμορφα, γνωστά για την καλοσύνη τους και την αγαθοσύνη τους.

Γκάνταλφ: Καλός μάγος, πολύτιμος σύμμαχος του Φρόντο και όλης της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού καθόλη την περιπέτειά τους για την καταστροφή του Δαχτυλιδιού στην Μόρντορ.

 
Παπαρδέλες της Μόρντορ

500 γρ. παπαρδέλες (ή οποιοδήποτε άλλο ζυμαρικό μας αρέσει)
5 φέτες μπέικον
1 μέτριο κρεμμύδι
400 γρ. μανιτάρια
200 γρ. κρέμα γάλακτος
μισό σφηνάκι κονιάκ
φρέσκος ψιλοκομμένος μαϊντανός (κατά βούληση)
αλάτι, πιπέρι


Σε βαθύ τηγάνι και μέτρια φωτιά, σωτάρουμε το μπέικον και κατόπιν το ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Μόλις ξανθύνει, προσθέτουμε τα μανιτάρια.
Μόλις τα μανιτάρια μαραθούν, ρίχνουμε το κονιάκ και περιμένουμε να εξατμιστεί.
Προσθέτουμε το αλάτι, το πιπέρι και το μαϊντανό.
Στο τέλος, ρίχνουμε την κρέμα γάλακτος.
Παράλληλα, βράζουμε τις παπαρδέλες.
Μόλις είναι έτοιμες, τις ρίχνουμε στο μεγάλο τηγάνι με τα υπόλοιπα υλικά και ανακατεύουμε.



Ιδανικό comfort food, για μια μέρα μετά από συναντήσεις με Ορκς, κακούς μάγους, φόβους και απογοητεύσεις. Μετά από μια μπουκιά όλα επανέρχονται στη φυσιολογική τους διάσταση.



















5/7/11

To υβρίδιο, ο άνθρωπος και το ποτάμι


Τετάρτη, 5 Mαϊου 2010
Από το πρωί η ατμόσφαιρα είναι περίεργη. Πριν κάποιες μέρες το περίφημο διάγγελμα από το Καστελόριζο. Εντυπωσιακό το πώς τα πιο άσχημα πράγματα έπρεπε να ειπωθούν σε ένα πανέμορφο τοπίο.
Για να προλαβαίνει το μάτι να χάνεται στην ομορφιά, να μπερδεύεται το αυτί να μην ακούει και το μυαλό να μην επεξεργάζεται την ασχήμια όσων λέγονται. Μνημόνιο, κρίση, περικοπές, θυσίες.
Θυσίες. 5 Μαίου 2010. Συλλαλητήριο. Δακρυγόνα. Μολότωφ. Φωτιά. 3 θυσίες.
Δεν είμαι εκεί. Το μαθαίνω ενώ οδηγώ. Παγώνω. Δεν μπορεί, λάθος είναι. Το νέο επαληθεύεται. Δεν ξέρω πού να πάω. Μουδιάζω όλο και πιο πολύ. Η μέρα σήμερα χωρίζει το πριν με το μετά. Πριν ήταν οι άνθρωποι.
Μετά;
Κενό. Δεν βρίσκω τα συναισθήματα. Δεν βρίσκω τα δάκρυα. Δεν βρίσκω καν το φόβο.  Δεν βρίσκω τον άνθρωπο μέσα μου. Τον πήραν σιγά-σιγά τα εξωγήινα όντα που εδώ και χρόνια έχουν καταλάβει την πατρίδα μου, τις κυβερνήσεις, τις θέσεις κλειδιά σε εργασία,  πανεπιστήμια, παντού.
Εγώ είμαι πλέον μια μετάλλαξη. Δεν πονάω. Δεν νιώθω. Δεν κλαίω. Όχι πια δάκρυα. Είμαι υβρίδιο του σαμπουάν Johnson & Johnson και μαζί μου τόσοι άλλοι. Να φύγω. Πού πάνε οι μεταλλαγμένοι όταν δεν είναι άνθρωποι πια;
Εδώ και μήνες, ο άνθρωπος που υπήρχε ακόμα μέσα μου, φώναζε ότι τα πράγματα είναι φρικτά, ότι θα γίνουν τα χειρότερα. Ακόμα και οι κοντινοί μου με κοίταζαν σαν UFO. Είναι λίγο πιο ευαίσθητη, λόγω της απόλυσης, έλεγαν. Δεν καταλάβαιναν, εκτός από μερικούς, που βρίσκονταν και αυτοί στο τελικό στάδιο της μετάλλαξης.
Σήμερα η πόλη καίγεται. Οι άνθρωποι καίγονται. Οι τελευταίοι τρεις. Οι υπόλοιποι είμαστε μεταλλαγμένοι, εξωγήινοι, πλέον.

Παρασκευή, 7 Μαϊου 2010
Παίρνω το πρώτο διαστημόπλοιο-αεροπλάνο και πετάω για Γιάννενα. Βλέπω από ψηλά την πόλη που κάηκε και μετά, άλλες πόλεις, σύννεφα, βουνά. Μια μικρή ανακούφιση μετά από μήνες. Η πρώτη φορά που κάτι μέσα μου αρχίζει να θυμάται το ανθρώπινο κομμάτι του.
Μπα, η ιδέα μου είναι.
Η φίλη μου –που έχει βρει καταφύγιο στη γενέθλια πόλη της μετά την απόλυση και τα γεγονότα της Αθήνας- με περιμένει με τον πατέρα της, στο αεροδρόμιο. Θα φιλοξενήσουν το μεταλλαγμένο πλάσμα για κάποιες μέρες.
Τρώμε όλοι μαζί, όπως οι άνθρωποι παλιά. Συζητάμε μετά το φαγητό. Περιγράφω όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, όσα συμβαίνουν στη γενιά μου, τις απολύσεις, το παρόν χωρίς δάκρυα, το μέλλον χωρίς μέλλον, χωρίς να έχω ίχνος συναισθήματος. Περιγράφω. Βλέπω την αγωνία και την απόγνωση στα μάτια των γονιών της φίλης μου. Συγκινούνται και στενοχωριούνται για εμάς, την επόμενη γενιά μεταλλαγμένων. Έχουν μια ζεστασιά που προσπαθεί να με αγκαλιάσει αλλά δεν την αφήνω.  Είναι ακόμα άνθρωποι, σκέφτομαι.
Οι επόμενες μέρες κυλούν ήρεμα και αργά σαν τα νερά της λίμνης. Οι άνθρωποι (εδώ, υπάρχει ακόμα το είδος) ζουν και αναπνέουν στους ρυθμούς της λίμνης. Ήρεμα, φυσικά, ανθρώπινα.
Τη στιγμή που πάω να το συνηθίσω, ο μεταλλαγμένος εαυτός μου με τραβάει πίσω. Δεν νιώθω. Δεν κάνει. Πρέπει να είμαι έτοιμη όταν γυρίσω στην πόλη που καίγεται. Για να την αντέξω.

Δευτέρα, 10 Μαϊου 2010

“Σήμερα θα πάμε μια βόλτα μέχρι τον Βοϊδομάτη” μου λέει η φίλη μου.
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από καταπράσινα τοπία. Απέναντί μου τα βουνά. Βλέπω χιόνι στις κορυφές. Νιώθω ακόμα πιο εξωγήινη μπροστά σε αυτό το τοπίο.
Φτάνουμε στο ποτάμι. Κατεβαίνω και περπατάω προς το νερό. Διαυγές, πεντακάθαρο, αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου σε όλο τους το φάσμα. Το ποτάμι αστράφτει στο φως του ήλιου και χιλιάδες μικρές αντανακλάσεις με κρατούν ακίνητη σαν υπνωτισμένη.
Κοιτάζω κάτω. Μπροστά μου μικρές τυρκουάζ πεταλούδες χορεύουν στην όχθη. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου.
Ξαφνικά, ακούω έναν περίεργο θόρυβο από την άλλη πλευρά του ποταμού. Δεν πιστεύω αυτό που βλέπω. Ένα άσπρο άλογο με κοιτάζει. Είναι απλά εκεί, ήρεμο. Ελεύθερο. Είμαι σίγουρα σε άλλο πλανήτη, σκέφτομαι. Δεν υπάρχει τόση ομορφιά μαζεμένη, σε μία μόνο εικόνα. Πόσο καιρό έχω να αντικρίσω κάτι τόσο όμορφο; 
Το βλέμμα μου μένει στο νερό. Τα μάτια μου σιγά-σιγά γίνονται νερό. Πώς βρέθηκε το ποτάμι στα μάτια μου, αναρωτιέμαι. Το νερό κυλάει στα μάγουλά μου. Καυτό. Το νιώθω. Είναι η πρώτη φορά, εδώ και μήνες. Κι άλλο νερό, σκέφτομαι. Το νερό στα μάτια μου δεν σταματάει να κυλάει.
Δυσκολεύομαι να σταθώ όρθια. Κάθομαι στο χώμα. Χώμα και νερό. Έτσι δεν φτιάχτηκε ο άνθρωπος;
Βουτάω τα χέρια μου στο ποτάμι. Το ρίχνω στο πρόσωπό μου. Το βλέμμα καθαρίζει. Βλέπω και πάλι. Καθαρή πια. Άνθρωπος πια.

Πίσω, στο σπίτι, ακολουθεί το καθιερωμένο τελετουργικό των απογευμάτων στα Γιάννενα.  Καφές, γλυκό και κουβέντα. “Έφτιαξα πραλίνα παύλοβα για σένα” μου λέει η φίλη μου.
Παύλοβα μεταλλαγμένη, σαν εμένα.
Όχι πια, διορθώνω τον εαυτό μου, καθώς δοκιμάζω μια μεγάλη μπουκιά από το γλυκό.
Η γεύση της μαρέγκας, του καφέ, και της καραμέλας μου δίνουν μια γερή δόση αγαλλίασης. Νιώθω τη γλύκα. Κοιτάζω τα καλοσυνάτα μάτια των γονιών της φίλης μου και συνειδητοποιώ ότι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για αυτήν την πόλη, αυτούς τους ανθρώπους, για αυτή τη μέρα στο ποτάμι.

Τρίτη, 11 Μαίου 2010
Επιστρέφω στην πόλη μου. Την βλέπω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Δεν καίγεται πια. Απλά δακρύζει.

Πραλίνα Παύλοβα

ΥΛΙΚΑ

Για τη μαρέγκα:
4 ασπράδια
300 γρ. ζάχαρη
½ κ. γλ. baking powder
1 κ. γλυκού λευκό ξίδι

Για την σαντιγί:
1 κουτί κρέμα γάλακτος (320ml)
1 κουτ. σούπας ζάχαρη
1-2 κουτ. γλ. κονιάκ
1 κουτ. σούπας καφέ στιγμής


Για το γαρνίρισμα με καραμελωμένα αμύγδαλα:
Αμύγδαλα λευκά ωμά (καβουρδισμένα για λίγο στο φούρνο)
1 κούπα ζάχαρης

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Καραμελωμένα αμύγδαλα: Λιώνουμε τη ζάχαρη σε ένα tefal και αμέσως ρίχνουμε τα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Τα βάζουμε σε μια λαδόκολλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν. Μόλις κρυώσουν τα χτυπάμε σε κομμάτια στο multi.

Μαρέγκα: Χτυπάμε τα ασπράδια των αυγών στο μίξερ. Μετά από λίγο προσθέτουμε τη ζάχαρη, το baking powder και το ξίδι.
Χτυπάμε μέχρι να γίνει ένα συμπαγές μίγμα.

Σχεδιάζουμε σε μια λαδόκολλα ένα τετράγωνο μεγάλο ή έναν κύκλο 20-25 cm.
Τοποθετούμε τη μαρέγκα μέσα στον κύκλο. Ψήνουμε για 10 λεπτά στους 150 βαθμούς και μετά για 50 λεπτά στους 130 βαθμούς.
Αφήνουμε τη μαρέγκα να κρυώσει στο φούρνο, χωρίς να τον ανοίξουμε.

Σαντιγί: Xτυπάμε την κρέμα και τη ζάχαρη μαζί με τον καφέ και το κονιάκ φτιάχνοντας σαντιγί.
Αφού η μαρέγκα έχει κρυώσει καλά, απλώνουμε πάνω της τη σαντιγί.
Γαρνίρουμε με τα καραμελωμένα αμύγδαλα.

Συνταγή: Μαίρη Θεοδώρου


Μια μεταλλαγμένη Παύλοβα που σε κάθε μπουκιά σου θυμίζει τι ωραία που είναι να είσαι άνθρωπος και  απολαμβάνεις έστω και αυτό το κομμάτι γλυκό. Σου θυμίζει τι ωραίο που είναι να έχεις φίλους που σε βοηθάνε να το φτιάξεις και σου δίνουν τέτοιες εξαιρετικές συνταγές αλλά και κουράγιο και καταφύγιο όταν το έχεις απόλυτη ανάγκη. 


15/6/11

Είμαστε δυο…


Παρασκευή, 26 Μαρτίου 2010.
Είναι 11:30 το πρωί, άγρια χαράματα για μένα και το τηλέφωνο χτυπάει. “Καλημέρα Κλειούλα! Τι κάνεις;” Η φωνή της Μαίρης.
“Ήθελα να σου πω ότι δεν είσαι πλέον μόνη. Θα σου κάνω και εγώ παρέα στην ανεργία”. Η φωνή της σπάει, γελάει αλλά κάτι στον τόνο μου δείχνει ξεκάθαρα ότι είναι στενοχωρημένη.
Η φίλη μου δουλεύει και αυτή στη διαφήμιση. Γνωριστήκαμε πριν 12 χρόνια στην πρώτη μας δουλειά, σαν junior κειμενογράφοι.
Μετά ακολούθησε η κάθε μία την πορεία της. Η Μαίρη ανέβηκε γρήγορα την ιεραρχία, έγινε creative director, βραβεύτηκε για τις ιδέες της και έκανε μια πολύ καλή πορεία στο χώρο.
“Τι εννοείς θα μου κάνεις παρέα;” ρωτάω. “Απολύθηκα” μου λέει.
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Πώς μου ήρθε ο Μίκης Θοδωράκης πρωινιάτικα;
“Καλά, εσένα βρήκαν να απολύσουν;”
 “Εγώ έπαιρνα τα περισσότερα χρήματα στο δημιουργικό” μου απαντάει σαν να ντρέπεται.
“Ναι, αλλά έχεις πίσω σου βραβεία, εμπειρία, ιδέες, ταλέντο και αυτός ήταν ο λόγος που έπαιρνες το μισθό που ο εργοδότης σου έδινε εξαρχής. Δεν του τα έκλεβες.”
“Η κρίση,” βλέπεις.
Δύο μέρες μετά πηγαίνουμε για καφέ. Eκείνη δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι έχει συμβεί. Εγώ συνειδητοποιώ ότι οι απολύσεις έχουν αρχίσει να χτυπάνε κόκκινο. Τουλάχιστον, στη διαφήμιση. Όταν αρχίζουν να χτυπάνε στο στενό σου φιλικό κύκλο, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία.
Είμαστε πλέον δύο.
Ο Μίκης μέσα στο κεφάλι μου συνεχίζει να τραγουδάει “Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…”
Ενώ συζητάμε και δίνω οδηγίες για ΟΑΕΔ, OKANA, ΑΑ και ψυχολογική υποστήριξη μπαίνει στο μαγαζί ένας παλιός συνάδελφος.
Αγκαλιές, φιλιά. Η κουβέντα έρχεται στη δουλειά. Μας ρωτάει: “Tώρα πού είστε; Σε ποια εταιρία δουλεύετε;”
Ακούω εμένα και τη Μαίρη να απαντάμε με μία φωνή σαν τα Καλουτάκια: “Είμαστε άνεργες!”
Γελάει. “’Ελα κόψτε την πλάκα”.
Απαντάμε και πάλι στερεοφωνικά: “Δεν σου κάνουμε πλάκα”.
Το χαμόγελο παγώνει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του. Tρόμαξε. Δεν ξέρω αν είναι από την πληροφορία που του δίνουμε ή από το γεγονός ότι απαντάμε στερεοφωνικά και με απόλυτο συγχρονισμό. Κοιτάζει κάτω και προσπαθεί να βρει δυο κουβέντες να πει.
“Μα πώς; Και οι δύο;”
“Και οι δύο” απαντούν και πάλι οι αδελφές Καλουτά.
Ο συνάδελφος μας κοιτάζει σαστισμένος. Πάει να μιλήσει αλλά ψελλίζει κάτι του τύπου “δεν πειράζει”, “μην ανησυχείτε”, “βέβαια και σε εμάς, απέλυσαν τρεις πριν μια εβδομάδα”, “αλλά εσείς θα βρείτε δουλειά”.
“Είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…”
Κολοκύθια, σκέφτομαι!
Οι πιθανότητες να ξαναβρούμε εύκολα δουλειά στη διαφήμιση μαραίνονται σαν τα κολοκυθάκια σε καυτό λάδι στο τηγάνι.
Πιο εύκολο μου φαίνεται να βρούμε δουλειά σαν ντουέτο με τη Μαίρη σε επιθεώρηση και με τραγούδι-σουξέ “Βίρα τις Άνεργες”. 
“Είμαστε δυο…” τραγουδάει πάλι ο Μίκης στο κεφάλι μου. Τον σταματάω. Sorry, Μίκη αλλά πάντα το μιούζικαλ νικούσε μέσα μου τον επαναστατικό αγώνα και τη Μαρία Φαραντούρη.
Ήταν θέμα styling και, ίσως, μιας ξενοιασιάς που ήξερα ότι χανόταν μέρα με τη μέρα από εμένα και τους γύρω μου!

Βίρα τις Άνεργες για ξένους τόπους
να δουν τα μάτια τους άλλους ανθρώπους.
Σ' άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη
τις πάει πρίμα μακριά τ' αγέρι.

Βίρα τις Άνεργες που βάζουν πλώρη
μακριά απ' το έρημο το φτωχοχώρι. 

Στίχοι “Βίρα τις Άγκυρες”: Αλέκος Αγγελόπουλος
Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
 


Παπαρδέλες με κολοκυθάκια και σαφράν

ΥΛΙΚΑ
500 γρ. παπαρδέλες (ή ότι άλλο ζυμαρικό σας αρέσει π.χ. ταλιατέλες)
2 κουταλιές βούτυρο
1 μέτριο κρεμμύδι
1 σκελίδα σκόρδο
700 γρ. κολοκυθάκια
200 γρ. κρέμα γάλακτος (light)
σαφράν 2-3 στήμονες
παρμεζάνα τριμμένη
αλάτι, πιπέρι

EKTEΛΕΣΗ
Κόβουμε τα κολοκυθάκια σε λεπτά μακρόστενα κομμάτια.
Βάζουμε το βούτυρο στο τηγάνι και και σοτάρουμε το ψιλοκομμένο κρεμμύδι και το σκόρδο μέχρι να ροδίσουν.
Ρίχνουμε τα κολοκυθάκια και το σαφράν. Σοτάρουμε καλά.
Αφήνουμε για 6-7 λεπτά σε μέτρια φωτιά μέχρι να απορροφηθούν τα υγρά. Προσθέτουμε την κρέμα γάλακτος, αφήνουμε για 2-3 λεπτά ακόμα και σβήνουμε τη φωτιά.
Εν τω μεταξύ, βράζουμε τα ζυμαρικά σε άφθονο αλατισμένο νερό και τα σουρώνουμε. Ρίχνουμε τη σάλτσα στην κατσαρόλα που ήταν τα ζυμαρικά και τα αδειάζουμε μέσα.
Ανακατεύουμε καλά, προσθέτουμε την παρμεζάνα, φρεσκοτριμμένο πιπέρι και σερβίρουμε.


Εύκολο, γρήγορο, ελαφρύ σαν νούμερο επιθεώρησης. Ηρεμεί, και καθησυχάζει, μιλάει στη γλώσσα σου χωρίς να σε αναστατώνει. Ό,τι πρέπει για φίλους που μόλις έχασαν τη δουλειά τους, έχασε η ομάδα τους, χώρισαν ή απλά πέρασαν το βράδυ από το σπίτι να πουν ένα γεια- και καλά (για τον/την γκόμενο-α θα θέλουν να μιλήσουν).

7/6/11

Η μπλούζα, ο Κοέλο και η εργολαβία του σύμπαντος


Τρίτη, 23 Μαρτίου 2010
Αποφασίζω να ξυπνήσω νωρίς σήμερα. Θα πάω στο κέντρο.
Μέσα σε δύο ώρες βρίσκομαι σε βιβλιοπωλείο της οδού Πανεπιστημίου. Όταν δεν είμαι πολύ καλά, πηγαίνω πάντα στα βιβλιοπωλεία. Ο χρόνος εκεί σταματάει. Χαζεύω με τις ώρες τα εξώφυλλα, τις περιλήψεις των βιβλίων, χάνομαι σε υπέροχες φωτογραφίες λευκωμάτων από τόπους μακρινούς, ανακαλύπτω νέες συνταγές σε πολύχρωμα βιβλία μαγειρικής.
Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει στο βιβλίο με τον τίτλο αίνιγμα –για μένα- εδώ και χρόνια: “Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα” Πάολο Κοέλο.
Πάντα αναρωτιόμουν τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Γιατί έκατσε στις όχθες του συγκεκριμένου ποταμού; Γιατί έκλαψε; Τι τον έφερε σε τόσο απελπιστική κατάσταση που το έκανε και τίτλο ολόκληρου βιβλίου; Αφού ολόκληρο σύμπαν συνομώτησε για πάρτη του. Έτσι δεν λέει;
Σκέφτομαι ότι μπορεί το σύμπαν, πρώτα να τον είδε εκεί στις όχθες του ποταμού και μετά να τον λυπήθηκε και να συνομώτησε.
Προβληματισμένη για το σύμπαν και τον Πάολο, φεύγω και κοντοστέκομαι μπροστά στην είσοδο του Attica.
Οι μυρωδιές από τα αρώματα με σέρνουν στην κυριολεξία από τη μύτη αλλά εγώ έχω συγκεκριμένο προορισμό.
Θα πάω στον 3ο όροφο, στα ρούχα, στο αγαπημένο μου. Εκεί που πήγαινα συχνά μετά τη δουλειά, χάζευα και κάποιες φορές, ψώνιζα ρούχα που μου έφτιαχναν τη διάθεση.
Βλέπω τις καινούριες παραλαβές, κοιτάζω τις κρεμάστρες με ευλάβεια και ξαφνικά… η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά: Βλέπω την Μπλούζα! Υπέροχη, αέρινη, υπόσχεται το καλοκαίρι που έρχεται, με στέλνει σε δευτερόλεπτα σε νησί του Αιγαίου, ακούω ήδη το “Summertime and the living is easy” δίπλα στη θάλασσα, χαλαρώνω  και... κάνω τη μοιραία κίνηση. Κοιτάζω το ταμπελάκι με την τιμή.
Νιώθω το χέρι μου να καίγεται σαν να πιάνω, χωρίς γάντια, τη φόρμα της τάρτας στο φούρνο, στους 180 βαθμούς.
Η τιμή μιας μπλούζας, το μηνιαίο επίδομα ανεργίας. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, γυρίζω κολυμπώντας από το νησί και το soundtrack γίνεται “Να σου θυμήσω, είχε παλιόκαιρο τη μέρα που σε γνώρισα…”.
Σκέφτομαι ότι δεν μπορεί, κάπου πρέπει να γίνεται ένα τρομερό λάθος.
Ή η μπλούζα είναι πανάκριβη ή το επίδομα είναι μηδαμινό. Ζω σε μια χώρα που μου δίνει να ζήσω το μήνα, όσο κάνει μια μπλούζα! Μια ακριβή μπλούζα…για την ακρίβεια!
Και τότε, εκεί… στις άκρες των ραφιών του Attica, κάθισα κι έκλαψα.
Ήθελα να ’ξερα, όλο το σύμπαν ο Κοέλο το πήρε εργολαβία;



Τάρτα με ντοματίνια και πέστο

ΥΛΙΚΑ

1 φύλλο ζύμης για τάρτες
4 κουταλιές γλ. σάλτσα pesto έτοιμη
20 περίπου ντοματίνια κομμένα στη μέση
120 γρ. παρμεζάνα τριμμένη
1 αυγό
100 ml κρέμα γάλακτος (light)
100 γρ. μοτσαρέλα τριμμένη
1 κουτ. γλ. Βιτάμ
πιπέρι φρεσκοτριμμένο


ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Αλείφουμε με το Βιτάμ μια ταρτιέρα και στρώνουμε το φύλλο ζύμης.
Αλείφουμε με τη σάλτσα pesto, τοποθετούμε τα ντοματίνια με την κομμένη πλευρά προς τα κάτω και ρίχνουμε την παρμεζάνα. Χτυπάμε το αυγό με την κρέμα γάλακτος. Περιχύνουμε την τάρτα, σκεπάζουμε με τη μοτσαρέλα, ρίχνουμε πιπέρι και ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 25 λεπτά περίπου.

Τρώγεται καλύτερα χλιαρή, μετά από μια κουραστική μέρα, κάνει guest εμφανίσεις σε τραπέζια για πολλά άτομα με τεράστια επιτυχία και γίνεται αφορμή για κουβέντες του πόσο χαρισματικοί “σεφ” είστε.

31/5/11

Άνεργη 18 χρονών


Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010
Μπήκε η άνοιξη και εγώ νιώθω και πάλι 18.
Είμαι 18 γιατί δεν χρειάζεται να ξυπνήσω νωρίς το πρωί αφού δεν έχω πια δουλειά να πάω. Μπορώ να είμαι μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι μιας και το προηγούμενο βράδυ ξενύχτησα.
Όχι σε κάποιο μπαρ, αλλά στο σπίτι μου.
Ξενυχτάω κάθε βράδυ σπίτι μου. Από τις 12 και μετά αρχίζω να ζω τη ζωή του 18χρονου. Όταν οι Άλλοι αποσύρονται για να ξεκουραστούν, -αφού αυτοί έχουν δουλειά την επόμενη μέρα-, εγώ ξεκινάω. Εκείνοι πρέπει να ξυπνήσουν, να είναι ξεκούραστοι.
Για μένα, το πάρτυ, τώρα αρχίζει. Το φάντασμα της Αλέξιας έρχεται και μου τραγουδάει “Τα κορίτσια ξενυχτάνε μ’ένα μυστικό, μόνα ή δυο δυο…ω ω ω πώς πληρώνουν το φως;”
Μα πού ξεφύτρωσε το τελευταίο; Τα 18χρονα δεν πληρώνουν το φως, ούτε το ενοίκιο. Απλά ξενυχτάνε. Η νύχτα προβλέπεται και σήμερα μεγάλη.
Οι απρόσκλητοι καλεσμένοι αρχίζουν να καταφτάνουν. Ερωτηματικά που είχαν να εμφανιστούν δεκαετίες.Βρε, πώς μεγάλωσαν!
Ειδικά το ερωτηματικό του τι θα γίνω όταν μεγαλώσω…κι άλλο, τι θα κάνω με το μέλλον μου.
Φυσικά, στην απόκτηση της νέας μου ηλικίας, βοήθησε σημαντικά αυτό που ζω τη μέρα, όταν έχει φως και βλέπω και συνδιαλέγομαι με τους Άλλους.
Οι  Άλλοι έχουν ακόμα τη δουλειά τους. Οι Άλλοι γνωρίζουν για την κρίση αλλά δεν τους έχει αγγίξει ακόμα. Οι Άλλοι προσλαμβάνουν, απολύουν, έχουν μισθό. Οι Άλλοι ζουν τη ζωή που ταιριάζει στην ηλικία τους. Οι Άλλοι σε ρωτάνε “με τι ασχολείσαι” και εσύ κοκκινίζεις γιατί δεν ξέρεις τι να απαντήσεις. Οι  Άλλοι σε αντιμετωπίζουν σαν Άλιεν.
Πηγαίνω για interview σε μια διαφημιστική. Ζητάνε κάποιον με εμπειρία.
“Πολύ καλές οι δουλειές σου, έχεις εμπειρία και αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε” μου λέει ο Άλλος, το στέλεχος- “δημιουργικός”, το αξύριστο 40 plus “αγόρι” με το δαχτυλίδι στο χέρι και το σκουλαρίκι στο αφτί (απαραίτητα παράσημα δημιουργικότητας στην ελληνική διαφήμιση και όχι μόνο) “…αλλά…ξέρεις το budget είναι μικρό…”
“Πόσο μικρό;” τον ρωτάω. Μου λέει το μισθό και γελάω αυθόρμητα. Είναι ακριβώς, όσο ο πρώτος μου μισθός στη διαφήμιση πριν 12 χρόνια. “Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ λίγα αλλά οι εποχές είναι δύσκολες. Χρειάζεται προσαρμογή και συμβιβασμοί” μου λέει και με κοιτάζει ανέκφραστα.
Μέσα σε λίγα λεπτά νιώθω το πρόσωπό μου να τσιτώνει. Ο Άλλος μου έχει κάνει ολικό lifting, έχει εκμηδενίσει τα χρόνια και με έχει μεταμορφώσει σε ένα κορίτσι 18 χρονών που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη.
Μέσα σε λίγα λεπτά, σε λίγους μήνες που είμαι άνεργη, μου δίνουν το μισθό-χαρτζιλίκι που θα έπαιρνε ένα 18χρονο, άντε το πολύ 24χρονο.
Τον κοιτάζω, μία εκείνον, μία το σκουλαρίκι του. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Αναρωτιέμαι αν το σκουλαρίκι τον βοηθάει να νιώθει και εκείνος 18χρονος γιατί, σίγουρα, o μισθός του δεν το κάνει.
Τύφλα να έχει ο Φουστάνος, σκέφτομαι.
Ο Φουστάνος-στέλεχος μου έχει κάνει τα μούτρα κρέας και την αυτοπεποίθηση κιμά.
Φεύγω από το γυάλινο κτίριο με το κεφάλι κάτω. Άραγε θα με πάρει τηλέφωνο;
Εκείνη τη στιγμή ένα αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Για λίγο σταματάω και κοιτάζω τον ήλιο. Ορκίζομαι ότι βλέπω τη θάλασσα από την Κηφισίας. Και αποφασίζω να συμπεριφερθώ όπως ταιριάζει στη ηλικία μου. Θα πάω στην παραλία και θα κάνω κοπάνα από όλους και όλα. Κυρίως από τους Άλλους.
Σκέφτομαι ότι πεινάω. Θα πάρω την αγαπημένη τροφή κάθε 18χρονου που σέβεται τον εαυτό του: Burger. Με το χαρτζιλίκι μου!




Burger

ΥΛΙΚΑ
Για τα μπιφτέκια:
750 γρ. μοσχαρίσιος κιμάς
Μουλιασμένο σε γάλα μπαγιάτικο ψωμί: 4 φέτες
Αλάτι, πιπέρι: όσο σας αρέσει
Αυγό: 1 μέτριο
1/2 κουταλάκι γλυκιά πάπρικα
1 κρεμμύδι: 1 μέτριο προς μεγάλο τριμμένο στον τρίφτη
1 ντομάτα τριμμένη ξεφλουδισμένη  (κάνει τον κιμά πιο αφράτο)
1/3 ματσάκι ψιλοκομμένος μαϊντανός
1 κουταλιά μίγμα μπαχαρικών για barbecue
2 κουταλιές γλ. ελαιόλαδο

Burger
8 ψωμάκια για burger
8  φύλλα μαρουλιού
1 ντομάτα κομμένη σε λεπτές στρογγυλές φέτες
1 κρεμμύδι κομμένο σε ροδέλες

Επίσης:
πίκλες
κέτσαπ
μουστάρδα
μαγιονέζα
σάλτσα barbecue

Οδηγίες:
1. Μουλιάζετε σε γάλα το ψωμί και το στύβετε ελαφρά. Το βάζετε σε μπολ μαζί με όλα τα υπόλοιπα υλικά και ζυμώνετε .
Όσο περισσότερο ζυμώνετε τον κιμά τόσο πιο αφράτος γίνεται. Αν αντέχετε, μετρήστε μισή ώρα. Επίσης, βρέχετε τα χέρια σας, συχνά, όση ώρα ζυμώνετε τον κιμά.
2. Σκεπάζετε με μεμβράνη το μπολ και το βάζετε στο ψυγείο για 30 λεπτά ή μέχρι να το χρησιμοποιήσετε.
3. Προθερμαίνετε το γκριλ στην υψηλή θερμοκρασία (με τη σχάρα μέσα στο φούρνο για να κάψει) ή το φούρνο στους 220 βαθμούς. Πλάθετε 8 μεγάλα μπιφτέκια (τα μπιφτέκια με το ψήσιμο μαζεύουν).
4. Ψήνετε τα μπιφτέκια στο γκριλ και όταν ροδίσουν από τη μία πλευρά τα γυρίζετε από την άλλη.

Κόβετε τα ψωμάκια στη μέση και προσθέτετε τα υλικά της αρεσκείας σας. Το burger σας είναι έτοιμο.

Τέλειο για βραδιές με φίλους, για να δείτε DVD ή να παίξετε επιτραπέζια, όταν θέλετε να πιάσετε την τροφή σας, να την φάτε με μεγάλες μπουκιές, να λερωθείτε παντού με κέτσαπ και να μην σας νοιάζει, να γελάτε και να διασκεδάσετε “συναρμολογώντας” το burger σήμα κατατεθέν σας.

26/5/11

My sugar babes


Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010
Δεν είμαι καλά. Τι έχω; Δεν ξέρω.
Μου φταίνε όλα και όλοι.
Για ποιο λόγο; Δεν ξέρω!
Κενό και το κεφάλι μου κάνει πάρτυ με μαύρες σκέψεις.
Ποια είμαι; Δεν ξέρω. Τι επαγγέλομαι; Δεν ξέρω. Τι θέλω να επαγγέλομαι; Δεν θέλω να ξέρω.
Τι είμαι; Δεν ξέρω;
Ή μάλλον ξέρω! Μια μπερδεμένη γκρινιάρα που φοράει φόρμες και καταναλώνει όλα τα γλυκά του κόσμου.
Σοκολάτες, προφιτερόλ, τιραμισού, σουφλέ σοκολάτας, όλα μαύρα και γλυκά, αλλά γλύκα δεν βρίσκω πουθενά.
Γιατί τέτοια πίκρα; Δεν ξέρω. Τι είναι αυτό το πικρό ποτάμι με τις σκέψεις που με πνίγει μέρα- νύχτα; Δεν ξέρω.
Τι μου συμβαίνει; Η πανσέληνος πέρασε, κι όμως εγώ είμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Δεν βρίσκω τις λέξεις, η έμπνευση στέρεψε. Εικόνες, σκέψεις όλα μπερδεύονται πικρά.
Το βρήκα! Η λέξη κλειδί για σήμερα είναι το “πικρό” και τα παράγωγά του.
“Πικρές αλχημείες” παραφράζοντας τον τίτλο της εκπομπής. Πικρά γλυκά, πικρός καφές, πικρό και το τσάι.
Και η κανέλα είναι πικρή αν τη βάλεις σε μεγάλες ποσότητες στο φαγητό ή στα γλυκά. Γι’αυτό είναι οι καλύτερες φίλες με τη ζάχαρη. Χρόνια τώρα κολλητές.
Και εγώ έχω κολλητές. Οι φίλες μου, η δική μου ζάχαρη τον τελευταίο καιρό. Με τον τρόπο τους, η καθεμιά.
Η Μαίρη, ζάχαρη άχνη, απαλή και ραφιναρισμένη έρχεται να δώσει ήρεμες και καθησυχαστικές λύσεις, πασπαλίζοντας τις ανησυχίες μου με γλύκα και θετικότητα σαν όμορφο, λευκό κέικ πορτοκάλι.
Η Βίκυ, ζάχαρη ακατέργαστη, λιγότερο γλυκιά αλλά υγιεινή. Σε κοφτό κουταλάκι, ίσα να δώσει μια υποψία γλύκας στον πικρό, δυνατό καφέ. Δεν γλυκαίνει πολύ τα πράγματα, δεν τα κάνει ομορφότερα από αυτό που είναι. Ρεαλισμός και μια μικρή δόση ειρωνίας για τα δύσκολα, σου κάνει καλό χωρίς να σου γλυκαίνει το χάπι…ούτε καν την ασπιρίνη.
Το ίδιο και η Κατερίνα. Καστανή ζάχαρη, πιο υγιεινή με περισσότερα ιχνοστοιχεία από τη λευκή. Μπορεί να μπει σε όλα τα γλυκά και να γλυκάνει όλα τα πικρά. Είναι λίγο πιο ραφιναρισμένη από την ακατέργαστη αλλά αποτελεί φρουρό των υπέρβαρων με πίκρα σκέψεων, ώστε να ξαναβρίσκουν τη… γραμμή τους.
Η Αμαλία, σαν την κλασική, αγαπημένη λευκή ζάχαρη, σαν αυτή που βάζει η γιαγιά στο γλυκό του κουταλιού. Σταθερή αξία, απαραίτητη για να δέσει το γλυκό, να αποκτήσει υπόσταση και καραμελωμένη όψη, ακόμα και ένα άχαρο κυδώνι. Πάντα εκεί όταν την ψάξεις για να φτιάξεις αυτοσχέδιο κέικ. Πάντα εκεί για να σου θυμίσει την πραγματική ουσία των πραγμάτων. Απλά και ουσιαστικά. Η ζωή είναι απλή, όπως και οι λύσεις σε όλα τα προβλήματα.
Η Ελένη μοιάζει με την Αμαλία. Είναι και εκείνη λευκή, κλασική ζάχαρη, απλά σου υπενθυμίζει ότι η ζάχαρη είναι και ένα σκληρό υλικό που λιώνει, χωρίς όμως να αλλάζει ποτέ ουσία. Μόνο σχήμα. Γίνεται καραμέλα που όταν ξαναπαγώσει είναι ακόμα σκληρότερη. Γλυκιά και σκληρή, ευμετάβλητη και προσαρμοστική στον πάγο ή στη φωτιά, έχει πάντα μια λύση για κάθε πρόβλημα. Κάποιες φορές όμως, τόσο σκληρή που πρέπει να πονέσουν τα δόντια σου για να καταφέρεις να τη…μασήσεις.
Και τέλος, η Δανάη που είναι σαν τη φρουκτόζη. Νεαρότερη σε ανακάλυψη, εναλλακτική, το ίδιο γλυκιά με την κανονική ζάχαρη αλλά πιο υγιεινή και διαιτητική, σε εκπλήσσει ευχάριστα όταν τα πικρά κάνουν παρέλαση στο μυαλό σου.
Σου κάνει καλό και σου υπενθυμίζει αυτά που χρειάζεται να κάνεις για να προφυλάξεις τον εαυτό σου από τις πίκρες. Φτιάξε το κέικ της διάθεσής σου και πειραματίσου για αλλαγή με τα υλικά. Φρουκτόζη, έμπνευση και νέες ιδέες. Το αποτέλεσμα μπορεί να σε εκπλήξει.

Τελικά, όπως λέει και η παιδική αλλά παντοτινή μου φίλη Mary Poppins, “a spoon full of sugar helps the medicine go down…”
Kέικ σοκολάτας για σήμερα!





Kέικ με μαύρη ζάχαρη και ρευστή σοκολάτα

ΥΛΙΚΑ
μισό Βιτάμ (προτιμήστε soft light)
4 αυγά
1 φλιτζάνι μαύρη ζάχαρη
1 ποτήρι νερό
7 κ.γλ. κακάο
ενάμισι φλιτζάνι φαρίνα ολικής άλεσης

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το νερό με τη ζάχαρη, το κακάο και το βιτάμ.
Ανακατεύουμε σε σιγανή φωτιά ώσπου να λιώσουν όλα τα υλικά.
Κατεβάζουμε και αφήνουμε το μίγμα να κρυώσει λίγο.
Συνεχίζουμε, ρίχνοντας μέσα τους κρόκους των αυγών, ανακατεύοντας συνεχώς (είναι σημαντικό να μην σβολιάσει).
Γεμίζουμε ένα ποτήρι με το μίγμα και το βάζουμε στη συντήρηση του ψυγείου.
Αμέσως μετά χτυπάμε το ασπράδι από τα αυγά για να κάνουμε μαρέγκα.
Κατόπιν, ρίχνουμε τη μαρέγκα μαζί με τη φαρίνα στο μίγμα της κατσαρόλας με το κακάο. Ανακατεύουμε μέχρι να ομογενοποιηθούν τα υλικά.
Βάζουμε το μίγμα σε μια υπέροχη φόρμα και ψήνουμε στο φούρνο στους 180 βαθμούς για περίπου 20 λεπτά με μισή ώρα.
Όταν το κέικ είναι έτοιμο, τρυπάμε σε διάφορα σημεία (με οδοντογλυφίδα) και το περιχύνουμε με το μίγμα που είχαμε βάλει στο ψυγείο.


Μπορείτε να το φάτε ζεστό αλλά και κρύο. Να το μοιραστείτε με φίλους ή να το κρατήσετε αποκλειστικά για σας (το πιο πιθανό). Είναι η ευχάριστη έκπληξη όταν ανοίγετε το ψυγείο γύρω στη μία τη νύχτα. Ακόμα κι αν θέλετε κάτι αλμυρό, σίγουρα σε αυτό θα καταλήξετε.

23/5/11

Η υπολοχαγός Νατάσα, ο Αρτέμης Μάτσας και η διαφήμιση μέσα μου


Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010
Με δυσκολία έκατσα στον υπολογιστή για να γράψω…
Οι σκέψεις πολλές, το άγχος μεγαλώνει και εγώ δεν έχω ιδέα γιατί αυτή η απόλυση μου έχει στοιχίσει τόσο πολύ.
Είναι μεγάλο το κενό και δεν ξέρω πώς να το κλείσω.
Mήπως ήρθε η ώρα να αλλάξω επάγγελμα; Να ξεχάσω τη διαφήμιση;
Μήπως να κάνω μαθήματα γερμανικών σε παιδάκια; Neinnnn!!!!!! “Mα οι Γερμανοί είναι φίλοι μας”, μου λέει ο Αρτέμης Μάτσας μέσα μου.
Όχι, Αρτέμη, δεν προδίδω! Ακόμα κι αν με βασανίσεις σαν τη Βουγιουκλάκη στην υπολοχαγό Νατάσα, που μπορεί να ήταν πενταβρώμικη, ταλαιπωρημένη και δεμένη στον τοίχο με χειροπέδες, αλλά δεν πρόδωσε ποτέ το αβυσσαλέο ντεκολτέ του μεταξωτού της νεγκλιζέ, ούτε το eyeliner στο μάτι. Τι κι αν ήταν κατοχή; Τι και αν υποτίθεται ότι την είχαν σπάσει στο ξύλο δέκα Ες-Ες; H υπολοχαγός δεν έκανε εκπτώσεις.  
Έτσι κι εγώ! Η διαφήμιση, διαφήμιση! Με το ντεκολτέ της και το eyeliner της! Εμένα έτσι μου αρέσει!
Ο Αρτέμης ακάθεκτος. “Δεν θεωρείσαι επιτυχημένη, κοπελιά! Πρέπει να το δεχτείς.” Μετά τα 30, χωρίς δουλειά, χωρίς σκυλιά, χωρίς γατιά, χωρίς γκόμενο (α, όχι, αυτός είναι ακόμα εδώ ή τουλάχιστον, έτσι δείχνει).
Τα νεύρα μου, πλέον, χτυπάνε κόκκινο, ο Αρτέμης τρίβει τα χέρια του.
Δεν θα λυγίσω, σκέφτομαι! Άλλωστε είμαι το alter ego της υπολοχαγού. Θα το πολεμήσω. Βάζω το νεγκλιζέ, ε συγνώμη, την ποδιά μαγειρικής και μπαίνω στην κουζίνα. Θα κάνω αυτό που τώρα τελευταία κάνω όλο και πιο συχνά. Θα μαγειρέψω!
Συνταγές που μπερδεύονται μαζί με τις μέρες, το σκοτεινό ουρανό και τη διάθεσή μου. Είναι οι σύμμαχοί μου σε αυτή τη μάχη. Ένας τρόπος να δημιουργώ κάτι που υπάρχει, μυρίζει, τρώγεται και είναι νόστιμο.
Θεέ μου, είναι μια μικρή παρηγοριά όταν τα μάτια της κουζίνας γίνονται κόκκινα. Μια μικρή αίσθηση ζεστασιάς, μια αίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται αλλά και ένας τρόπος να πείσω τον εαυτό μου ότι κάποια πράγματα τα ελέγχω ακόμα, ότι η ικανότητά μου να δημιουργώ παραμένει αλώβητη, έστω και για λίγο.
Έστω και αν πρόκειται για μια πετυχημένη μπεσαμέλ.
Τόσο βούτυρο, τόσο αλεύρι, ανακάτεμα και “χάσιμο” στο ρευστό υλικό που σιγά-σιγά παίρνει σχήμα και μορφή. Ρίχνεις το γάλα και καθώς πέφτει, ανακατεύεις τις έννοιες Ες-Ες, τον Αρτέμη, τα γιατί, τα μετά, τα πώς… και…έτοιμη η μπεσαμέλ!
Και όλα είναι λευκά, όμορφα και μοσχομυρίζουν, καθώς η μπεσαμέλ αγκαλιάζει τα λαζάνια και πέφτουν μαζί για ύπνο στο φούρνο.
Σςςςςς!! Ηρεμία και υπέροχες μυρωδιές… οι έννοιες μου κοιμούνται και αυτές, έστω μέχρι να ψηθούν τα λαζάνια.
Βλέπω λίγο φως στο τούνελ… είναι το φωτάκι από το φούρνο.
Ο Αρτέμης εξαφανίστηκε, η υπολοχαγός πήρε παράσημο, η μάχη για σήμερα τουλάχιστον, τελείωσε.
Κάτι καλό θα συμβεί. Ίσως αν στείλω εκείνο το βιογραφικό στην εταιρία με το ίντερνετ;
Λίγο βιογραφικό, συγκέντρωση των best of από τις δουλειές μου, λίγο να γράψω ένα cover letter, ανακατεύω και … έτοιμη η συνταγή επαναφοράς της τσουρουφλισμένης, από τον προδότη-μέσα μου, αυτοπεποίθησής μου.




Λαζάνια

ΥΛΙΚΑ

1 πακέτο λαζάνια (που δεν χρειάζονται βράσιμο)
1 κιλό μοτσαρέλα κομμένη σε λεπτές φέτες
3 κ.σ. ελαιόλαδο
2/3 φλιτζ. τριμμένη παρμεζάνα
2κ.σ. βούτυρο κομμένο σε μικρά κομματάκια
έτοιμη σάλτσα ντομάτας της αρεσκείας σας (βιολογική κατά προτίμηση)

μπεσαμέλ:
3 κ.σ. βούτυρο
3 φλιτζ. γάλα ζεστό
5 κ.σ. αλεύρι
αλάτι, πιπέρι, μοσχοκάρυδο (προαιρετικά)

σάλτσα ντομάτας (αν επιμένετε να την φτιάξετε με τα χεράκια σας):
750 γρ. ντοματάκια κονσέρβας
4 κ.σ. ελαιόλαδο
1 σκελίδα σκόρδου ψιλοκομμένη
1 μικρό κρεμμύδι
1 κ.γ. ζάχαρη
2 κ.σ. μαϊντανό ή βασιλικό (διαλέγετε και παίρνετε)
λίγη γλυκιά πάπρικα
αλάτι και πιπέρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Μπεσαμέλ: Ζεσταίνουμε το βούτυρο σε χαμηλή φωτιά σε μια κατσαρόλα και μόλις λειώσει, ρίχνουμε το αλεύρι και ανακατεύουμε με το σύρμα ώσπου το μίγμα ομογενοποιηθεί.
Κατεβάζουμε από τη φωτιά και προσθέτουμε λίγο λίγο το ζεστό γάλα, ανακατεύοντας συνέχεια.
Ξαναβάζουμε την κατσαρόλα στο μάτι, αλατοπιπερώνουμε, βάζουμε το μοσχοκάρυδο και συνεχίζουμε να ανακατεύουμε την μπεσαμέλ σε χαμηλή φωτιά ώσπου να πήξει.

Για τη σάλτσα ντομάτας: Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνουμε το λάδι, προσθέτουμε το ψιλοκομμένο κρεμμύδι, το σκόρδο, τη ζάχαρη, την πάπρικα, το αλάτι και το πιπέρι. Ανακατεύουμε σε χαμηλή φωτιά για 1 λεπτό. Ρίχνουμε τις ντομάτες και σιγοβράζουμε για 10 λεπτά. Μόλις εξατμιστούν τα υγρά και δέσει ελαφρώς, κατεβάζουμε από τη φωτιά και ρίχνουμε τα μυρωδικά.

Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180 βαθμούς. Βουτυρώνουμε ένα ταψί και απλώνουμε στον πάτο λίγη μπεσαμέλ. Κρατάμε στην άκρη ένα φλυτζάνι περίπου, που θα απλώσουμε από πάνω στο τέλος.
Ανακατεύουμε την υπόλοιπη μπεσαμέλ με τη σάλτσα ντομάτας.
Απλώνουμε τα λαζάνια έτσι ώστε να καλύπτουν το ένα το άλλο κατά 1 εκ. Ρίχνουμε από πάνω μια στρώση σάλτσα και μια στρώση μοτσαρέλα. Ξαναβάζουμε λαζάνια, σάλτσα, μοτσαρέλα και επαναλαμβάνουμε ώσπου να γεμίσει το ταψί, τελειώνοντας με λαζάνια. Ανακατεύουμε το φλυτζάνι μπεσαμέλ που έχουμε κρατήσει με την παρμεζάνα και απλώνουμε από πάνω.
Πασπαλίζουμε όλη την επιφάνεια με βούτυρο. Σκεπάζουμε το ταψί με αλουμινόχαρτο και ψήνουμε για 15 λεπτά. Βγάζουμε το αλουμινόχαρτο και συνεχίζουμε το ψήσιμο ώσπου να ροδοκοκκινίσει, περίπου για 15 λεπτά.

Η συγκεκριμένη συνταγή προτείνεται ανεπιφύλακτα για οποιαδήποτε περίσταση. Έχει “μαγικές” ιδιότητες, ηρεμεί, ανεβάζει τη διάθεση, αρέσει σε όλους  και μία φορά έγινε η μικρή  “αφορμή” για τη δημιουργία ενός έρωτα σε κάποιο italian night.

19/5/11

H πρώτη μέρα στον ΟΑΕΔ


14 Ιανουαρίου 2010
Είμαι πρωτάκι, ανεβαίνω τα σκαλιά του κτιρίου και κάπου πίσω μου νομίζω ότι θα δω τη μαμά μου να με αποχαιρετάει με καθησυχαστικό βλέμμα, ότι όλα θα πάνε καλά και να κάνω ό,τι μου λέει η δασκάλα μου.
Κοιτάζω να δω αν έχω στην τσάντα μου όλα τα απαραίτητα: μολύβια, στιλό, τετράδια, δικαιολογητικά από το ΙΚΑ, βεβαίωση απόλυσης...
Στέκομαι στην ουρά για το 4ο γραφείο. Κοιτάζω δίπλα μου, μπροστά μου. Άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, μία μεσόκοπη γυναίκα κουρασμένη από όλους και όλα, νεαροί, μία κοπέλα που μου μοιάζει και κοιτάζει και αυτή γύρω της, σαν χαμένη.
Μου πιάνει κουβέντα ο νεαρός, πίσω μου. Είναι κρυωμένος με πυρετό αλλά έπρεπε να έρθει, να τον “γράψουν”, να μπει επισήμως στα τεφτέρια της ανεργίας, να παίρνει το επίδομα και να βρει, ίσως, μια δουλειά.
“Έχω συνηθίσει” μου λέει. “Όλο αυτό γίνεται. Μου βρίσκουν δουλειά και μετά με απολύουν. Είναι οι συμβάσεις τέτοιες”.
Σκέφτομαι ότι εγώ δεν είχα υπογράψει καμία τέτοια σύμβαση.
Τα είχα κάνει όλα σωστά. Σπούδασα, γύρισα, βρήκα τη δουλειά που ήθελα και δούλεψα. Δεν συμβιβάστηκα. Δεν πήγα στο δημόσιο. Δούλεψα πολύ. Ξενύχτησα πολλές φορές στη δουλειά για να βρω τη μία ιδέα που θα αγοράσει ο πελάτης, που θα φέρει το λογαριασμό στην εταιρία. Έχω δουλέψει σαββατοκύριακα. Και όλα αυτά για μια δουλειά που αγαπούσα. Για ποια σύμβαση μιλάει;
Είναι η σειρά μου. Η υπάλληλος, μια βαριεστημένη παλιά καραβάνα του δημοσίου, με σουβλερή μύτη και κάτι τεράστια, faux σκουλαρίκια, βγαλμένα από βιντεοταινία του ’80, με κοιτάει για λίγο διερευνητικά, σαν να περνάω από casting για τον “άνεργο της ημέρας”.
Αμέσως με ρωτάει:
- Εσείς; Πού δουλεύατε;
- Στη διαφήμιση!
-  Αααα!! (το βλέμμα της αλλάζει, διακρίνω μια λάμψη για πρώτη φορά). Έχει γίνει χαμός στη διαφήμιση. Να, χτες, μας είχαν έρθει δύο σαν εσάς. Και παίρνατε και καλά λεφτά εσείς! Τι θα κάνετε τώρα; Αναγκαστικά θα συμβιβαστείτε με την κατάσταση. Το επίδομα, ξέρετε, είναι γύρω στα 455 Ευρώ το μήνα.

Την κοιτάζω σαν υπνωτισμένη και ξαφνικά…κοτόσουπα!
Είναι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό μου. Σήμερα θα κάνω κοτόσουπα.
Μια κότα λιγότερη.

KΟΤΟΣΟΥΠΑ
ΥΛΙΚΑ 

1 κοτόπουλο (καθαρισμένο από εντόσθια ή οτιδήποτε άλλο “ενοχλητικό)
10 φλιτζάνια περίπου κρύο νερό
1 κρεμμύδι κομμένο στη μέση
2 καρότα κομμένα στη μέση
3 πατάτες κομμένες στα τέσσερα
3 κοτσάνια σέλινο με φύλλα
1 κουταλιά της σούπας ελαιόλαδο
φρεσκοτριμμένο πιπέρι
αλάτι
1 μεγάλο φλυτζάνι ρύζι για σούπα
2 αβγά
1 λεμόνι 

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Πλένουμε το κοτόπουλο και το βάζουμε σε μια μεγάλη κατσαρόλα.
Προσθέτουμε το νερό και αφήνουμε το κοτόπουλο να βράσει.
Μόλις πάρει βράση, αδειάζουμε το πρώτο νερό.
Ξαναγεμίζουμε με ζεστό νερό (που έχουμε ήδη βράσει).
Αφήνουμε να πάρει πάλι βράση, χαμηλώνουμε τη φωτιά και προσθέτουμε το κρεμμύδι. Αφαιρούμε  τον αφρό λίγο-λίγο.
Μετά προσθέτουμε και τα υπόλοιπα υλικά και βράζουμε για αρκετή ώρα.
Όταν μαλακώσει το κοτόπουλο, αφαιρούμε όλα τα υλικά, αφήνουμε μόνο το ζουμί.
Προσθέτουμε το ρύζι.
Το αφήνουμε να βράσει για ένα τέταρτο περίπου.
Σε μπολ χτυπάμε πρώτα τα ασπράδια και μετά ξεχωριστά τους κρόκους από τα αυγά. Τα κάνουμε ένα μίγμα και μετά, συνεχίζοντας να χτυπάμε, (είναι πιο εύκολο από όσο ακούγεται) προσθέτουμε και το χυμό του λεμονιού, για να γίνει το αβγολέμονο.
Στο ίδιο μπολ προσθέτουμε μια κουτάλα ζουμί από τη σούπα και ανακατεύουμε καλά.
Αβγοκόβουμε τη σούπα, ρίχνοντας λίγο-λίγο το αβγολέμονο. Κουνάμε ελαφρώς την κατσαρόλα για να μην μας κόψει και να πάει παντού.
Η σούπα μας είναι έτοιμη. Το κοτόπουλο και τα λαχανικά σερβίρονται ξεχωριστά σε πιατέλα με ελαιόλαδο και λεμόνι, αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι.


Ιδανικό φαγητό για κρύες μέρες, αλλά κυρίως για πληγωμένους εγωισμούς. Κάνει θαύματα σε μελανιασμένα εγώ, αγκαλιάζοντας καθησυχαστικά κάθε “πρωτάκι” που κρύβουμε μέσα μας.


11/5/11

Let the blog begin.


3 Μαϊου 2011


Η μέρα που αποφάσισα να πετάξω… παλιές συμπεριφορές, παλιά αντικείμενα, φωτογραφίες, αρχεία στον υπολογιστή και άλλα βαρίδια που με τραβάνε στο παρελθόν.
Η μέρα που αποφάσισα να ξεκινήσω το blog μου. Συνταγές και ημερολόγιο για τη ζωή μετά.
Μετά την απόλυση, μετά το χωρισμό, μετά από ώρες στην κουζίνα, μετά από νόστιμα και λιγότερo νόστιμα φαγητά, μετά από ώρες γραφής, μετά από ώρες σκέψης και αγωνίας, μετά τη βουτιά στα πολύ βαθιά, μετά… από ένα χρόνο και 3 μήνες.
Αποφασίζω να βγω στην επιφάνεια, να πάρω βαθιά ανάσα και να μοιραστώ τα εύκολα και τα δύσκολα, τις αγωνίες και τις σκέψεις, τα αστεία και τα σοβαρά, τις συνταγές που πετυχαίνουν πάντα και σου θυμίζουν ότι η χαρά βρίσκεται στα μικρά και στα απλά.
Ανάλαφρα, λοιπόν, τιραμισού για σήμερα. Let’s fly, Let’s blog!


Tiramisu
YΛΙΚΑ
  • 300 γρ. μπισκότα σαβαγιάρ
  • 500 γρ. μασκαρπόνε
  • 200 γρ. ζάχαρη άχνη
  • 4 ασπράδια αβγών
  • 4 κρόκοι αβγών
  • 500 γρ. γάλα
  • 1 φλ. εσπρέσο ( ή 1 φλ. νεσκαφέ)
  • 150 γρ. κονιάκ
  • κακάο σε σκόνη

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σπάμε τα αυγά και χωρίζουμε τους κρόκους από τα ασπράδια. Σε ένα μπολ ανακατεύουμε τους κρόκους με την άχνη και το τυρί μασκαρπόνε.Ανακατεύουμε να ομογενοποιηθεί το μίγμα. Ρίχνουμε τα ασπράδια στο μπολ του μίξερ και τα χτυπάμε σε δυνατή ταχύτητα, για να γίνουν μια σφιχτή μαρέγκα. Με απαλές κινήσεις ενώνουμε την μαρέγκα με το μείγμα των κρόκων.
Στη συνέχεια φτιάχνουμε το μίγμα για τα μπισκότα. Ζεσταίνουμε το γάλα. Όταν γίνει γίνει χλιαρό, του προσθέτουμε ζεστό τον καφέ και το κονιάκ. Βουτάμε στιγμιαία τα μπισκότα σαβαγιάρ στον καφέ, γιατί δεν θέλουμε να λιώσουν.  Τα στρώνουμε εναλλάξ με την κρέμα σε ένα γυάλινο μπολ. Αφήνουμε το γλυκό στο ψυγείο για 2 ώρες τουλάχιστον και πριν το σερβίρουμε το πασπαλίζουμε με κακάο.

10/5/11

H μέρα που όλα ξεκίνησαν. Η απόλυση.


Ημέρα 1η. Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2010

"Καλημέρα, μεγειά τα μαλλιά! “Σου πάνε πάρα πολύ τα ίσια, θα μπορούσα να πω ότι είσαι πολύ νόστιμη έτσι.”

Τα καλά λόγια των συναδέλφων και το ζεστό τσουρεκάκι στην άκρη του γραφείου με υποδέχτηκαν την πρώτη εργάσιμη μέρα του χρόνου. Η Δ φρόντιζε πάντα την πρωινή μου διατροφή. Σήμερα με περίμενε τσουρεκάκι. Άλλες φορές κρουασάν βουτύρου ή τις μέρες δίαιτας κουλούρι με σουσάμι.
Έφτιαξα καφέ και συνέχισα να δέχομαι κοπλιμέντα συναδέλφων για τα καινούρια μου μαλλιά.
Ένιωθα καλά. Καλά;; Η Α μπήκε αεράτη στο γραφείο όπως πάντα χαιρετώντας όλους αλλά φιλώντας με για τα χρόνια πολλά.
Ήταν το βλέμμα που δεν το ύψωσε στα μάτια; Ήταν η ιδέα μου;
“Κλειώ μπορείς να έρθεις λίγο στο γραφείο μου;” Tη στιγμή που η Άση Μπήλιου έγραφε για το ζώδιό μου για αλλαγές στην επαγγελματική μου ζωή ίσως και πολύ μεγαλύτερες από αυτές που φανταζόμουν.
Σφίξιμο στο στομάχι και κλείσιμο της πόρτας. Κάτι δεν πήγαινε σίγουρα καλά.
Μέσα σε μια βαβούρα και σε κάποια λεπτά που κράτησαν αιώνες κατάφερα να ακούσω “λυπάμαι πάρα πολύ” “δυστυχώς” “δύσκολα” “η κρίση χτύπησε και τη διαφήμιση”, “χάσαμε τον πελάτη”,  “αύριο να τελειώνει το θέμα”.
Θολά, κεραμίδα, βουρκώνω, άδικο, μούδιασμα, τι μου λες ρε φιλενάδα, το ενοίκιο, ΟΑΕΔ, άνεργη, καλή χρονιά, ρε λες τα άστρα να έχουν δίκιο;, με έφαγε το πράσινο αρκουδάκι που είναι καλό παιδί.
Gamei bear indeed.
Σήμερα το μενού είχε χυλόπιτα.

Xυλόπιτα
  • 750 γραμ αλεύρι
  • 8 αυγά
  • 1 κ.γ μπέικιν πάουντερ
  • 1 φλυτζάνι βούτυρο
  • 1 κ.γ αλάτι
  • 2 φλυτζάνια γάλα
Εκτέλεση
  1. Βάζουμε το αλεύρι σε μια λεκάνη και το ανακατεύουμε με το μπέικιν και το αλάτι
  2. Ρίχνουμε τα 6 αυγά χτυπημένα, προσθέτουμε λίγο-λίγο το γάλα ανακατεύοντας συνέχεια να γινει χυλός. Κρατάμε λίγο βούτυρο και το άλλο το ρίχνουμε στο χυλό.
  3. Αδειάζουμε το μιγμα σε βουτυρωμένο ταψί.  Χτυπάμε τα 2 αυγά και τα ρίχνουμε πάνω από το μίγμα. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 45 λεπτά.