Tετάρτη, 6 Οκτωβρίου 2010
“Θέλω να χωρίσουμε.”
Προσπαθώ να σκεφτώ τι πήγε λάθος. Αλήθεια τι πήγε στραβά τον τελευταίο καιρό;
Απλά έμεινα άνεργη πριν ένα χρόνο, περίπου. Ε και; Τι σχέση έχει αυτό;
To ξανασκέφτομαι.
Σταδιακά τα “μην ανησυχείς, είμαι δίπλα σου”, άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο αραιά τους τελευταίους μήνες. Αντικαταστάθηκαν από τα “μην γκρινιάζεις”, “με πιέζεις”.
Το ομολογώ, ήμουν κι εγώ πιεστική… αλλά και εμένα με πίεζαν.
Με πίεζαν οι λογαριασμοί της ΔΕΗ, το ενοίκιο που δεν μοιραζόμασταν, η αποζημίωση που τελείωνε, η δουλειά που δεν έβρισκα.
Στην πρόταση να αφήσει το διαμέρισμά του και να μοιραστούμε τα έξοδα στο δικό μου -αφού σχεδόν ζούσαμε στο δικό μου- ερχόταν η ερώτηση: “Και πού θα χωρέσει το πιάνο στο σπίτι σου;”
Το πιάνο ζούσε μια ευρύχωρη ζωή σε ένα άλλο διαμέρισμα. Κάποιος του πλήρωνε το ενοίκιο, το ρεύμα και το τηλέφωνο.
Το πιάνο που ήθελε το χώρο του και την ανεξαρτησία του δεν χωρούσε με κανέναν τρόπο στο δικό μου σπίτι. Το πιάνο είχε απαιτήσεις αλλά καμία υποχρέωση. Το πιάνο έπρεπε να “βλέπει” σε παράθυρο.
Κάθε φορά που, πλέον, άκουγα την ερώτηση, ήθελα να πω πού ακριβώς θα έμπαινε το πιάνο αλλά... αντί για αυτό πρότεινα να βρούμε ένα νέο διαμέρισμα, που θα χωρούσε και το πιάνο, φυσικά.
Αρχίσαμε να βλέπουμε σπίτια. Για έναν παράξενο λόγο κανένα δεν είχε το τέλειο παράθυρο για το πιάνο. Το πιάνο άρχισε να έρχεται μαζί μας σε κάθε βήμα. Πώς θα ένιωθε το πιάνο σε τοίχο χωρίς παράθυρο;
Αν δεν έβλεπε έξω, θα το έπιανε κατάθλιψη.
“Mα είναι ευρύχωρο και έχει τέλεια διαρρύθμιση. Και μας συμφέρει και τους δύο οικονομικά”. Το πιάνο όμως είχε αντίθετη άποψη.
Στο τέλος, το έβλεπα παντού. Tα πλήκτρα του να παίζουν με τα νεύρα μου. “ Άσπρο μαύρο, παίζω στο πιάνο… πως θα σε ξαναδώ.”
Τελικά δεν ξαναείδα κανένα διαμέρισμα. Έβλεπα όμως το πιάνο σε κάθε γωνιά του διαμερίσματός μου. Είχε μετακομίσει και απειλούσε το ζωτικό μου χώρο. Mε έκανε να νιώθω φιλοξενούμενη στο ίδιο μου το σπίτι. Άρχισε να πιάνει τον καναπέ, το μπάνιο, το κρεβάτι. Κουλουριαζόμουν στην άκρη των θέλω μου, για να του κάνω χώρο και εγώ…απλά στριμωχνόμουν σε μια γωνία για να κοιμηθώ.
Και… ξυπνάω μια μέρα που είναι βράδυ. Μαύρο σκοτάδι. Πόσους μήνες κοιμόμουν;
“Θέλω να χωρίσουμε”. Έχω ξυπνήσει για τα καλά.
Άσπρο μαύρο… φόνο θα κάνω!
Πού είναι το πιάνο;
Πρώτη νύχτα μόνη μου. Τελικά είναι δύσκολο. Ξέρω ότι οι μέρες που θα ακολουθήσουν θα είναι νύχτες.
Αλλά, τουλάχιστον, θα είμαι σπίτι μου.
Σπίτι μου. Μόνη μου. Xωρίς πιάνο.
Καφές. Κονιάκ. Χωρίς παξιμάδι.
Η ιστορία αυτή υπήρξε η αφορμή για την ανακάλυψη της ευεργετικής επίδρασης της μοναξιάς και των δυνάμεων που διαθέτει ο άνθρωπος όταν η απώλεια της εργασίας του πυροδοτεί και την απώλεια “σημαντικών” ανθρώπων από τη ζωή του.
Η έκθεσή της στο blog κρίθηκε απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια.
Το πιάνο συνεχίζει να ζει μια ευρύχωρη ζωή στο διαμέρισμά του.
Βλέπει την ίδια θέα από το παράθυρο με το οποίο όπως αποδείχτηκε διατηρούσε κρυφό δεσμό από την αρχή της γνωριμίας τους.
Ραγισμένη τάρτα σοκολάτας με κονιάκ
Υλικά
200 γρ. σοκολάτα κουβερτούρα με 50% περιεκτικότητα σε κακάο
200 γρ. βούτυρο
100 γρ. αλεύρι (κοσκινισμένο)
300 γρ. ζάχαρη
6 αυγά
ζάχαρη άχνη
μισό σφηνάκι κονιάκ (ανάλογα με τις προτιμήσεις σας)
λίγη βανίλια (ή καθόλου)
ζάχαρη άχνη για το σερβίρισμα
Εκτέλεση
Ζεσταίνουμε το φούρνο στους 180 βαθμούς και βουτυρώνουμε μια στρογγυλή φόρμα για κέικ (25 εκ.)
Ρίχνουμε τη σοκολάτα σε μια μικρή κατσαρόλα, αφού πρώτα την έχουμε κόψει κομματάκια.
Προσθέτουμε το βούτυρο και τα αφήνουμε να λιώσουν σε μπεν μαρί.
Στο μίξερ ανακατεύουμε το αλεύρι, τη ζάχαρη και τα αυγά μέχρι να γίνουν σαν κρέμα. Ρίχνουμε τη λιωμένη σοκολάτα με το βούτυρο στην πηκτή κρέμα και ανακατεύουμε συνέχεια.
Η ζύμη είναι έτοιμη και την βάζουμε στη φόρμα για κέικ.
Ψήνουμε την τάρτα για 35 με 45 λεπτά.
Αν ραγίσει λίγο στην επιφάνειά της μην πανικοβληθείτε. Έτσι πρέπει να είναι. Το σημαντικό είναι να μείνει υγρή μέσα. Αφήνετε την τάρτα να κρυώσει και την καλύπτετε με άχνη ζάχαρη.
Ιδανική για καφέ, πρωινό ή μεταμεσονύχτιες αϋπνίες που δεν επιτρέπουν τηλεφωνήματα σε φίλους και συγγενείς για να μοιραστείτε τον καημό σας. Εξίσου παρηγορητική σαν χάδι σε κάνει να πιστεύεις ότι υπάρχει θεός και τον λένε σοκολάτα.