16/1/12

Το πιάνο


Tετάρτη, 6 Οκτωβρίου 2010

“Θέλω να χωρίσουμε.”
Προσπαθώ να σκεφτώ τι πήγε λάθος. Αλήθεια τι πήγε στραβά τον τελευταίο καιρό;
Απλά έμεινα άνεργη πριν ένα χρόνο, περίπου. Ε και; Τι σχέση έχει αυτό;
To ξανασκέφτομαι.
Σταδιακά τα “μην ανησυχείς, είμαι δίπλα σου”, άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο αραιά τους τελευταίους μήνες. Αντικαταστάθηκαν από τα “μην γκρινιάζεις”, “με πιέζεις”.
Το ομολογώ, ήμουν κι εγώ πιεστική… αλλά και εμένα με πίεζαν.
Με πίεζαν οι λογαριασμοί της ΔΕΗ, το ενοίκιο που δεν μοιραζόμασταν, η αποζημίωση που τελείωνε, η δουλειά που δεν έβρισκα.
Στην πρόταση να αφήσει το διαμέρισμά του και να μοιραστούμε τα έξοδα στο δικό μου -αφού σχεδόν ζούσαμε στο δικό μου- ερχόταν η ερώτηση: “Και πού θα χωρέσει το πιάνο στο σπίτι σου;”
Το πιάνο ζούσε μια ευρύχωρη ζωή σε ένα άλλο διαμέρισμα. Κάποιος του πλήρωνε το ενοίκιο, το ρεύμα και το τηλέφωνο.
Το πιάνο που ήθελε το χώρο του και την ανεξαρτησία του δεν χωρούσε με κανέναν τρόπο στο δικό μου σπίτι. Το πιάνο είχε απαιτήσεις αλλά καμία υποχρέωση. Το πιάνο έπρεπε να “βλέπει” σε παράθυρο.
Κάθε φορά που, πλέον, άκουγα την ερώτηση, ήθελα να πω πού ακριβώς θα έμπαινε το πιάνο αλλά... αντί για αυτό πρότεινα να βρούμε ένα νέο διαμέρισμα, που θα χωρούσε και το πιάνο, φυσικά.
Αρχίσαμε να βλέπουμε σπίτια. Για έναν παράξενο λόγο κανένα δεν είχε το τέλειο παράθυρο για το πιάνο. Το πιάνο άρχισε να έρχεται μαζί μας σε κάθε βήμα. Πώς θα ένιωθε το πιάνο σε τοίχο χωρίς παράθυρο;
Αν δεν έβλεπε έξω, θα το έπιανε κατάθλιψη.
“Mα είναι ευρύχωρο και έχει τέλεια διαρρύθμιση. Και μας συμφέρει και τους δύο οικονομικά”.  Το πιάνο όμως είχε αντίθετη άποψη.
Στο τέλος, το έβλεπα παντού. Tα πλήκτρα του να παίζουν με τα νεύρα μου. “ Άσπρο μαύρο, παίζω στο πιάνο… πως θα σε ξαναδώ.”
Τελικά δεν ξαναείδα κανένα διαμέρισμα. Έβλεπα όμως το πιάνο σε κάθε γωνιά του διαμερίσματός μου. Είχε μετακομίσει και απειλούσε το ζωτικό μου χώρο. Mε έκανε να νιώθω φιλοξενούμενη στο ίδιο μου το σπίτι. Άρχισε να πιάνει τον καναπέ, το μπάνιο, το κρεβάτι. Κουλουριαζόμουν στην άκρη των θέλω μου, για να του κάνω χώρο και εγώ…απλά στριμωχνόμουν σε μια γωνία για να κοιμηθώ.

Και… ξυπνάω μια μέρα που είναι βράδυ. Μαύρο σκοτάδι. Πόσους μήνες κοιμόμουν;
“Θέλω να χωρίσουμε”. Έχω ξυπνήσει για τα καλά.
Άσπρο μαύρο… φόνο θα κάνω!
Πού είναι το πιάνο;
Πρώτη νύχτα μόνη μου. Τελικά είναι δύσκολο. Ξέρω ότι οι μέρες που θα ακολουθήσουν θα είναι νύχτες.
Αλλά, τουλάχιστον, θα είμαι σπίτι μου.
Σπίτι μου. Μόνη μου. Xωρίς πιάνο.
Καφές. Κονιάκ. Χωρίς παξιμάδι.



Η ιστορία αυτή υπήρξε η αφορμή για την ανακάλυψη της ευεργετικής επίδρασης της μοναξιάς και των δυνάμεων που διαθέτει ο άνθρωπος όταν η απώλεια της εργασίας του πυροδοτεί και την απώλεια “σημαντικών” ανθρώπων από τη ζωή του.
Η έκθεσή της στο blog κρίθηκε απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια.



Το πιάνο συνεχίζει να ζει μια ευρύχωρη ζωή στο διαμέρισμά του.
Βλέπει την ίδια θέα από το παράθυρο με το οποίο όπως αποδείχτηκε διατηρούσε κρυφό δεσμό από την αρχή της γνωριμίας τους.



Ραγισμένη τάρτα σοκολάτας με κονιάκ

Υλικά

200 γρ. σοκολάτα κουβερτούρα με 50% περιεκτικότητα σε κακάο
200 γρ. βούτυρο
100 γρ. αλεύρι (κοσκινισμένο)
300 γρ. ζάχαρη
6 αυγά
ζάχαρη άχνη
μισό σφηνάκι κονιάκ (ανάλογα με τις προτιμήσεις σας)
λίγη βανίλια (ή καθόλου)
ζάχαρη άχνη για το σερβίρισμα

Εκτέλεση

Ζεσταίνουμε το φούρνο στους 180 βαθμούς και βουτυρώνουμε μια στρογγυλή φόρμα για κέικ (25 εκ.)
Ρίχνουμε τη σοκολάτα σε μια μικρή κατσαρόλα, αφού πρώτα την έχουμε κόψει κομματάκια.
Προσθέτουμε το βούτυρο και τα αφήνουμε να λιώσουν σε μπεν μαρί.
Στο μίξερ ανακατεύουμε το αλεύρι, τη ζάχαρη και τα αυγά μέχρι να γίνουν σαν κρέμα. Ρίχνουμε τη λιωμένη σοκολάτα με το βούτυρο στην πηκτή κρέμα και ανακατεύουμε συνέχεια.
Η ζύμη είναι έτοιμη και την βάζουμε στη φόρμα για κέικ.
Ψήνουμε την τάρτα για 35 με 45 λεπτά.
Αν ραγίσει λίγο στην επιφάνειά της μην πανικοβληθείτε. Έτσι πρέπει να είναι. Το σημαντικό είναι να μείνει υγρή μέσα. Αφήνετε την τάρτα να κρυώσει και την καλύπτετε με άχνη ζάχαρη.

Ιδανική για καφέ, πρωινό ή μεταμεσονύχτιες αϋπνίες που δεν επιτρέπουν τηλεφωνήματα σε φίλους και συγγενείς για να μοιραστείτε τον καημό σας. Εξίσου παρηγορητική σαν χάδι σε κάνει να πιστεύεις ότι υπάρχει θεός και τον λένε σοκολάτα.


25/10/11

Το Γκόλουμ, ο Φρόντο και η θέση στο Δημόσιο


Πέμπτη, 23 Σεπτεμβρίου 2010


Βρίσκομαι πίσω από ένα θρανίο για ένα άτομο. Από αυτά που ανοίγουν και κλείνουν εγκλωβίζοντάς σε. Είμαι σε φροντιστήριο προετοιμασίας για εξετάσεις του ΑΣΕΠ.
Εγώ και δεκάδες άλλες υποψήφιες που διάβασαν για την προκήρυξη διαγωνισμού για θέσεις στενογράφων στη Βουλή.
Μετά από πολλούς μήνες ανεργίας και απογοήτευσης, μια θέση στο Ελληνικό Δημόσιο, δεν φαντάζει τόσο απελπιστικά ανούσια, ούτε προδοσία των πιστεύω μου για δημιουργικότητα και αγάπη για τη δουλειά μου.
Θα παρακολουθήσω για ένα απόγευμα μαθήματα-γνωριμίας για να αποφασίσω αν τελικά θα πληρώσω με το αζημίωτο αυτή την  “προετοιμασία” στο φροντιστήριο.
Ο ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου, μακρινός συγγενής του Κρίστοφερ Λι (μα τέτοια ομοιότητα με τον Σάρουμαν, τον κακό μάγο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών;) μας προετοιμάζει για τις δυσκολίες που έχει ο συγκεκριμένος διαγωνισμός.
“Ελάχιστες θέσεις”, “πολλές υποψήφιες", “πρέπει να είστε αποφασισμένες”, “σκληρή δουλειά”, “τύχη”, “η καλύτερη κερδίζει”, “εξασφαλίζετε το μέλλον σας” “ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός”.
Νιώθω το θρανίο τεράστιο. Μίκρυνα ή έχω αρχίσει να μεταμορφώνομαι στο Χόμπιτ Φρόντο; αναρωτιέμαι. 
Κοιτάζω τις άλλες υποψήφιες. Κάποιες έχουν πάρει το ρόλο τους σοβαρά. Γράφουν σημειώσεις. Είναι αυτές που κάθονται μπροστά και κοιτάζουν τον “Σάρουμαν” με δέος. Καταλαβαίνουν τι λέει. Ορκς σίγουρα. Πολεμικές μηχανές, έτοιμες για τη μάχη- εξετάσεις.
Τις επόμενες δύο ώρες προσπαθώ να εντρυφήσω στα ορνιθοσκαλίσματα που λέγονται στενογραφία.
Μα τι νόημα έχει όλο αυτό; αναρωτιέμαι.
Στην ελληνική βουλή δεν γνωρίζουν τίποτα για την ανακάλυψη του μαγνητοφώνου, της βιντεοσκόπησης;
Προφανώς όχι, αφού το Δημόσιο στην Ελλάδα είναι ένα μέρος στη Μέση Γη, έτη φωτός μακριά από το 2010 και λέγεται Μόρντορ.
Η “κυρία μας” περνάει από τα θρανία μας και εξετάζει τις ικανότητές μας στη στενογραφία- καλλιγραφία. “Δεν το έχεις κάνει πολύ καλά αυτό το μπαστουνάκι”. “Είναι πολύ σημαντικό να τα κάνετε τέλεια. Η κάθε γραμμούλα μετράει στις εξετάσεις”.
“Σας παρακαλώ θα μου βάλετε και σφραγίδα με τη μάγια τη μέλισσα ή θα με μεταμορφώσετε σε Γκόλουμ;” σκέφτομαι.
Η “κυρία” με κοιτάζει με απαξιωτικό βλέμμα.
“Θεέ μου, δεν θα καταφέρω να μπω ποτέ στο Mόρντορ- Δημόσιο”.
Μετά από άλλες 4 βασανιστικές ώρες, φτάνουμε στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.
Σε 20 λεπτά διάβαζω ένα τεράστιο κείμενο και γράφω την περίληψή του. Νομίζω ότι τα έχω κατάφερει. ‘Αλλωστε είμαι κειμενογράφος, έχω ιδιαίτερη σχέση με τα κείμενα.
Αμ δε! Η ετοιμοπόλεμη μηχανή του μπροστινού θρανίου, το ξεφτέρι Ορκ, διάβαζει δυνατά και μηχανικά τη δική της και ο καθηγητής την επιβραβεύει ως την πιο κοντινή στο ύφος των εξετάσεων περίληψη.
Μα πού τα κατάλαβε αυτά; Κοιταζόμαστε με τις διπλανές μου σαν χαζά. Άλλο κείμενο διαβάσαμε εμείς; Άλλα καταλαβαίνουμε;
 Ή εγώ ή αυτή έχουμε λοβοτομηθεί και δεν το γνωρίζουμε.
Μετά το μάθημα, σε ένα αυτοσχέδιο πηγαδάκι που έχει σχηματιστεί για να επανέλθουμε στη χώρα της Λογικής, το Ορκ μας εξομολογείται ότι δουλεύει ήδη στο Δημόσιο- Μόρντορ. Μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο, διορίστηκε. Είναι 27 χρονών. Έχει περάσει πολλές φορές από εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Έχει δώσει πολλές νικηφόρες μάχες και κάποιες, όπως υπονοεί, ήταν επιτυχείς λόγω “μέσου”.
Θέλει όμως κι άλλο. “Μα δεν είσαι καλά εκεί που έχεις διοριστεί;” “Καλά είμαι αλλά θέλω να έχω χρόνο για μένα και να παίρνω καλύτερα χρήματα!”.
“Και τι θα κάνεις τότε;” την ρωτάω. “Θα βρω κάποιον να παντρευτώ για να φτιάξω τη ζωή μου”.
Για πρώτη φορά διακρίνω την τεράστια αγωνία στο βλέμμα της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι παρόλο που είμαι άνεργη και αρκετά μεγαλύτερή της, δεν μοιράζομαι το είδος της αγωνίας της. Αυτής της αγωνίας που μου υπαγορεύει να διοριστώ στην ελληνική Βουλή για να “φτιάξω” τη ζωή μου.
Δεν είναι Ορκ, συνειδητοποιώ. Είναι ο Σμίγκολ, το Γκόλουμ. Το “My precious”  δαχτυλίδι του Άρχοντα, δηλ. η πολύτιμη θέση στη Βουλή, από εμένα χάρισμά της. Δεν θα δώσω καμία τέτοια μάχη μαζί της.
 Δεν είμαι χόμπιτ και δεν έχω μπάρμπα-Γκάνταλφ στην Κορώνη.
 Έχω όμως τη δική μου μάχη να δώσω εκεί έξω στην πραγματική ζωή.
Και αυτός ο διαγωνισμός του Δημοσίου, σίγουρα δεν είναι η δική μου. Είναι του Φρόντο.


Φρόντο: Ο κύριος πρωταγωνιστής στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών  του Τolkien. Ήταν hobbit της Shire ο οποίος κληρονόμησε το δαχτυλίδι του Σόρον από τον Bilbo Baggins και ανέλαβε να το καταστρέψει στις φωτιές του Όρους Doom στη Μόρντορ.


Γκόλουμ- Σμίγκολ: Ο Gollum αρχικά ήταν και αυτός Hobbit.  Αρχικά γνωστός ως "Sméagol», αργότερα ονομάστηκε  σε"Gollum" όταν απέκτησε το Δαχτυλίδι. Η  ζωή του είχε επεκταθεί πολύ πέρα ​​από τα φυσικά της όρια με τις επιπτώσεις της κατοχής του One Ring –Δαχτυλιδιού, το οποίο έχασε από τον  Bilbo Baggins, θείο του Φρόντο.

Κατά τη διάρκεια της επιρροής του δακτυλιδιού, ανέπτυξε ένα είδος διχασμένης προσωπικότητας: Ο "Sméagol" ακόμα αόριστα θυμάται τα πράγματα όπως τη φιλία και την αγάπη, ενώ το "Gollum" ήταν ένας σκλάβος του δαχτυλιδιού που ήξερε μόνο την προδοσία και τη βία. Το Γκόλουμ στην προσπάθειά του να αποκτήσει ξανά το δαχτυλίδι ακολουθεί τον Φρόντο και τη Συντροφιά του και στο τέλος μονομαχεί μαζί του μέχρι θανάτου προκειμένου να του αποσπάσει το Δαχτυλίδι.


Ορκς: Στα γραπτά του Tolkien, τα Orcs έχουν ανθρώπινη μορφή, διαφόρων μεγεθών. Απεικονίζονται ως άσχημα και βρώμικα, με μια προτίμηση για την ανθρώπινη σάρκα. Δεν διαθέτουν ευαισθησία, συμπόνοια και στερούνται συναισθημάτων.
Αγωνίζονται άγρια για ​​όσο χρονικό διάστημα  ένα κατευθυντήριο (όπως Morgoth ή Sauron) τα αναγκάζει ή τα κατευθύνει. Τα Orcs χρησιμοποιούνται ως στρατιώτες από τους μεγαλύτερους κακούς του The Lord of the Rings, όπως Sauron και Σάρουμαν.

Μόρντορ:
Στο φανταστικό σύμπαν JRR Tolkien της Μέσης Γης, Μόρντορ ή Morhdorh ήταν ο τόπος κατοικίας του Sauron, στα νοτιοανατολικά της βορειοδυτικής Μέσης Γης προς την Ανατολή του Anduin, τον μεγάλο ποταμό. Orodruin, ένα ηφαίστειο στη Μόρντορ, ήταν ο προορισμός του Fellowship of the Ring (και αργότερα Frodo Baggins και Sam Gamgee) στην αναζήτηση για να καταστρέψουν το Ένα δαχτυλίδι. Η Μόρντορ ήταν μοναδική, λόγω των  τριών τεράστιων κορυφογραμμών βουνών που την περιβάλλουν, από τα βόρεια, από τα δυτικά και από το νότο. Τα βουνά την προστατεύουν από μια απροσδόκητη εισβολή από κάποιον  από τους λαούς που ζουν σε αυτές τις κατευθύνσεις.



Σάρουμαν: Αρχικά μάγος του καλού καταλήγει διεφθαρμένος και κακός. Ένας  από τους πολλούς χαρακτήρες στο βιβλίο που απεικονίζουν τη διαφθορά της εξουσίας. Η επιθυμία του για γνώση και τάξη, τον οδηγεί στην πτώση του. Δημιούργησε στρατό από ορκς για να πάρει εκείνος το δαχτυλίδι και στράφηκε εναντίον της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού καθώς και του φίλου του μάγου Γκάνταλφ.

Hobbits: Φανταστική φυλή που κατοικεί στα εδάφη της Μέσης Γης στη μυθιστοριογραφία JRR Tolkien. Μικρόσωμα αλλά ανθρωπόμορφα, γνωστά για την καλοσύνη τους και την αγαθοσύνη τους.

Γκάνταλφ: Καλός μάγος, πολύτιμος σύμμαχος του Φρόντο και όλης της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού καθόλη την περιπέτειά τους για την καταστροφή του Δαχτυλιδιού στην Μόρντορ.

 
Παπαρδέλες της Μόρντορ

500 γρ. παπαρδέλες (ή οποιοδήποτε άλλο ζυμαρικό μας αρέσει)
5 φέτες μπέικον
1 μέτριο κρεμμύδι
400 γρ. μανιτάρια
200 γρ. κρέμα γάλακτος
μισό σφηνάκι κονιάκ
φρέσκος ψιλοκομμένος μαϊντανός (κατά βούληση)
αλάτι, πιπέρι


Σε βαθύ τηγάνι και μέτρια φωτιά, σωτάρουμε το μπέικον και κατόπιν το ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Μόλις ξανθύνει, προσθέτουμε τα μανιτάρια.
Μόλις τα μανιτάρια μαραθούν, ρίχνουμε το κονιάκ και περιμένουμε να εξατμιστεί.
Προσθέτουμε το αλάτι, το πιπέρι και το μαϊντανό.
Στο τέλος, ρίχνουμε την κρέμα γάλακτος.
Παράλληλα, βράζουμε τις παπαρδέλες.
Μόλις είναι έτοιμες, τις ρίχνουμε στο μεγάλο τηγάνι με τα υπόλοιπα υλικά και ανακατεύουμε.



Ιδανικό comfort food, για μια μέρα μετά από συναντήσεις με Ορκς, κακούς μάγους, φόβους και απογοητεύσεις. Μετά από μια μπουκιά όλα επανέρχονται στη φυσιολογική τους διάσταση.



















5/7/11

To υβρίδιο, ο άνθρωπος και το ποτάμι


Τετάρτη, 5 Mαϊου 2010
Από το πρωί η ατμόσφαιρα είναι περίεργη. Πριν κάποιες μέρες το περίφημο διάγγελμα από το Καστελόριζο. Εντυπωσιακό το πώς τα πιο άσχημα πράγματα έπρεπε να ειπωθούν σε ένα πανέμορφο τοπίο.
Για να προλαβαίνει το μάτι να χάνεται στην ομορφιά, να μπερδεύεται το αυτί να μην ακούει και το μυαλό να μην επεξεργάζεται την ασχήμια όσων λέγονται. Μνημόνιο, κρίση, περικοπές, θυσίες.
Θυσίες. 5 Μαίου 2010. Συλλαλητήριο. Δακρυγόνα. Μολότωφ. Φωτιά. 3 θυσίες.
Δεν είμαι εκεί. Το μαθαίνω ενώ οδηγώ. Παγώνω. Δεν μπορεί, λάθος είναι. Το νέο επαληθεύεται. Δεν ξέρω πού να πάω. Μουδιάζω όλο και πιο πολύ. Η μέρα σήμερα χωρίζει το πριν με το μετά. Πριν ήταν οι άνθρωποι.
Μετά;
Κενό. Δεν βρίσκω τα συναισθήματα. Δεν βρίσκω τα δάκρυα. Δεν βρίσκω καν το φόβο.  Δεν βρίσκω τον άνθρωπο μέσα μου. Τον πήραν σιγά-σιγά τα εξωγήινα όντα που εδώ και χρόνια έχουν καταλάβει την πατρίδα μου, τις κυβερνήσεις, τις θέσεις κλειδιά σε εργασία,  πανεπιστήμια, παντού.
Εγώ είμαι πλέον μια μετάλλαξη. Δεν πονάω. Δεν νιώθω. Δεν κλαίω. Όχι πια δάκρυα. Είμαι υβρίδιο του σαμπουάν Johnson & Johnson και μαζί μου τόσοι άλλοι. Να φύγω. Πού πάνε οι μεταλλαγμένοι όταν δεν είναι άνθρωποι πια;
Εδώ και μήνες, ο άνθρωπος που υπήρχε ακόμα μέσα μου, φώναζε ότι τα πράγματα είναι φρικτά, ότι θα γίνουν τα χειρότερα. Ακόμα και οι κοντινοί μου με κοίταζαν σαν UFO. Είναι λίγο πιο ευαίσθητη, λόγω της απόλυσης, έλεγαν. Δεν καταλάβαιναν, εκτός από μερικούς, που βρίσκονταν και αυτοί στο τελικό στάδιο της μετάλλαξης.
Σήμερα η πόλη καίγεται. Οι άνθρωποι καίγονται. Οι τελευταίοι τρεις. Οι υπόλοιποι είμαστε μεταλλαγμένοι, εξωγήινοι, πλέον.

Παρασκευή, 7 Μαϊου 2010
Παίρνω το πρώτο διαστημόπλοιο-αεροπλάνο και πετάω για Γιάννενα. Βλέπω από ψηλά την πόλη που κάηκε και μετά, άλλες πόλεις, σύννεφα, βουνά. Μια μικρή ανακούφιση μετά από μήνες. Η πρώτη φορά που κάτι μέσα μου αρχίζει να θυμάται το ανθρώπινο κομμάτι του.
Μπα, η ιδέα μου είναι.
Η φίλη μου –που έχει βρει καταφύγιο στη γενέθλια πόλη της μετά την απόλυση και τα γεγονότα της Αθήνας- με περιμένει με τον πατέρα της, στο αεροδρόμιο. Θα φιλοξενήσουν το μεταλλαγμένο πλάσμα για κάποιες μέρες.
Τρώμε όλοι μαζί, όπως οι άνθρωποι παλιά. Συζητάμε μετά το φαγητό. Περιγράφω όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, όσα συμβαίνουν στη γενιά μου, τις απολύσεις, το παρόν χωρίς δάκρυα, το μέλλον χωρίς μέλλον, χωρίς να έχω ίχνος συναισθήματος. Περιγράφω. Βλέπω την αγωνία και την απόγνωση στα μάτια των γονιών της φίλης μου. Συγκινούνται και στενοχωριούνται για εμάς, την επόμενη γενιά μεταλλαγμένων. Έχουν μια ζεστασιά που προσπαθεί να με αγκαλιάσει αλλά δεν την αφήνω.  Είναι ακόμα άνθρωποι, σκέφτομαι.
Οι επόμενες μέρες κυλούν ήρεμα και αργά σαν τα νερά της λίμνης. Οι άνθρωποι (εδώ, υπάρχει ακόμα το είδος) ζουν και αναπνέουν στους ρυθμούς της λίμνης. Ήρεμα, φυσικά, ανθρώπινα.
Τη στιγμή που πάω να το συνηθίσω, ο μεταλλαγμένος εαυτός μου με τραβάει πίσω. Δεν νιώθω. Δεν κάνει. Πρέπει να είμαι έτοιμη όταν γυρίσω στην πόλη που καίγεται. Για να την αντέξω.

Δευτέρα, 10 Μαϊου 2010

“Σήμερα θα πάμε μια βόλτα μέχρι τον Βοϊδομάτη” μου λέει η φίλη μου.
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από καταπράσινα τοπία. Απέναντί μου τα βουνά. Βλέπω χιόνι στις κορυφές. Νιώθω ακόμα πιο εξωγήινη μπροστά σε αυτό το τοπίο.
Φτάνουμε στο ποτάμι. Κατεβαίνω και περπατάω προς το νερό. Διαυγές, πεντακάθαρο, αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου σε όλο τους το φάσμα. Το ποτάμι αστράφτει στο φως του ήλιου και χιλιάδες μικρές αντανακλάσεις με κρατούν ακίνητη σαν υπνωτισμένη.
Κοιτάζω κάτω. Μπροστά μου μικρές τυρκουάζ πεταλούδες χορεύουν στην όχθη. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου.
Ξαφνικά, ακούω έναν περίεργο θόρυβο από την άλλη πλευρά του ποταμού. Δεν πιστεύω αυτό που βλέπω. Ένα άσπρο άλογο με κοιτάζει. Είναι απλά εκεί, ήρεμο. Ελεύθερο. Είμαι σίγουρα σε άλλο πλανήτη, σκέφτομαι. Δεν υπάρχει τόση ομορφιά μαζεμένη, σε μία μόνο εικόνα. Πόσο καιρό έχω να αντικρίσω κάτι τόσο όμορφο; 
Το βλέμμα μου μένει στο νερό. Τα μάτια μου σιγά-σιγά γίνονται νερό. Πώς βρέθηκε το ποτάμι στα μάτια μου, αναρωτιέμαι. Το νερό κυλάει στα μάγουλά μου. Καυτό. Το νιώθω. Είναι η πρώτη φορά, εδώ και μήνες. Κι άλλο νερό, σκέφτομαι. Το νερό στα μάτια μου δεν σταματάει να κυλάει.
Δυσκολεύομαι να σταθώ όρθια. Κάθομαι στο χώμα. Χώμα και νερό. Έτσι δεν φτιάχτηκε ο άνθρωπος;
Βουτάω τα χέρια μου στο ποτάμι. Το ρίχνω στο πρόσωπό μου. Το βλέμμα καθαρίζει. Βλέπω και πάλι. Καθαρή πια. Άνθρωπος πια.

Πίσω, στο σπίτι, ακολουθεί το καθιερωμένο τελετουργικό των απογευμάτων στα Γιάννενα.  Καφές, γλυκό και κουβέντα. “Έφτιαξα πραλίνα παύλοβα για σένα” μου λέει η φίλη μου.
Παύλοβα μεταλλαγμένη, σαν εμένα.
Όχι πια, διορθώνω τον εαυτό μου, καθώς δοκιμάζω μια μεγάλη μπουκιά από το γλυκό.
Η γεύση της μαρέγκας, του καφέ, και της καραμέλας μου δίνουν μια γερή δόση αγαλλίασης. Νιώθω τη γλύκα. Κοιτάζω τα καλοσυνάτα μάτια των γονιών της φίλης μου και συνειδητοποιώ ότι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για αυτήν την πόλη, αυτούς τους ανθρώπους, για αυτή τη μέρα στο ποτάμι.

Τρίτη, 11 Μαίου 2010
Επιστρέφω στην πόλη μου. Την βλέπω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Δεν καίγεται πια. Απλά δακρύζει.

Πραλίνα Παύλοβα

ΥΛΙΚΑ

Για τη μαρέγκα:
4 ασπράδια
300 γρ. ζάχαρη
½ κ. γλ. baking powder
1 κ. γλυκού λευκό ξίδι

Για την σαντιγί:
1 κουτί κρέμα γάλακτος (320ml)
1 κουτ. σούπας ζάχαρη
1-2 κουτ. γλ. κονιάκ
1 κουτ. σούπας καφέ στιγμής


Για το γαρνίρισμα με καραμελωμένα αμύγδαλα:
Αμύγδαλα λευκά ωμά (καβουρδισμένα για λίγο στο φούρνο)
1 κούπα ζάχαρης

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Καραμελωμένα αμύγδαλα: Λιώνουμε τη ζάχαρη σε ένα tefal και αμέσως ρίχνουμε τα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Τα βάζουμε σε μια λαδόκολλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν. Μόλις κρυώσουν τα χτυπάμε σε κομμάτια στο multi.

Μαρέγκα: Χτυπάμε τα ασπράδια των αυγών στο μίξερ. Μετά από λίγο προσθέτουμε τη ζάχαρη, το baking powder και το ξίδι.
Χτυπάμε μέχρι να γίνει ένα συμπαγές μίγμα.

Σχεδιάζουμε σε μια λαδόκολλα ένα τετράγωνο μεγάλο ή έναν κύκλο 20-25 cm.
Τοποθετούμε τη μαρέγκα μέσα στον κύκλο. Ψήνουμε για 10 λεπτά στους 150 βαθμούς και μετά για 50 λεπτά στους 130 βαθμούς.
Αφήνουμε τη μαρέγκα να κρυώσει στο φούρνο, χωρίς να τον ανοίξουμε.

Σαντιγί: Xτυπάμε την κρέμα και τη ζάχαρη μαζί με τον καφέ και το κονιάκ φτιάχνοντας σαντιγί.
Αφού η μαρέγκα έχει κρυώσει καλά, απλώνουμε πάνω της τη σαντιγί.
Γαρνίρουμε με τα καραμελωμένα αμύγδαλα.

Συνταγή: Μαίρη Θεοδώρου


Μια μεταλλαγμένη Παύλοβα που σε κάθε μπουκιά σου θυμίζει τι ωραία που είναι να είσαι άνθρωπος και  απολαμβάνεις έστω και αυτό το κομμάτι γλυκό. Σου θυμίζει τι ωραίο που είναι να έχεις φίλους που σε βοηθάνε να το φτιάξεις και σου δίνουν τέτοιες εξαιρετικές συνταγές αλλά και κουράγιο και καταφύγιο όταν το έχεις απόλυτη ανάγκη. 


15/6/11

Είμαστε δυο…


Παρασκευή, 26 Μαρτίου 2010.
Είναι 11:30 το πρωί, άγρια χαράματα για μένα και το τηλέφωνο χτυπάει. “Καλημέρα Κλειούλα! Τι κάνεις;” Η φωνή της Μαίρης.
“Ήθελα να σου πω ότι δεν είσαι πλέον μόνη. Θα σου κάνω και εγώ παρέα στην ανεργία”. Η φωνή της σπάει, γελάει αλλά κάτι στον τόνο μου δείχνει ξεκάθαρα ότι είναι στενοχωρημένη.
Η φίλη μου δουλεύει και αυτή στη διαφήμιση. Γνωριστήκαμε πριν 12 χρόνια στην πρώτη μας δουλειά, σαν junior κειμενογράφοι.
Μετά ακολούθησε η κάθε μία την πορεία της. Η Μαίρη ανέβηκε γρήγορα την ιεραρχία, έγινε creative director, βραβεύτηκε για τις ιδέες της και έκανε μια πολύ καλή πορεία στο χώρο.
“Τι εννοείς θα μου κάνεις παρέα;” ρωτάω. “Απολύθηκα” μου λέει.
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Πώς μου ήρθε ο Μίκης Θοδωράκης πρωινιάτικα;
“Καλά, εσένα βρήκαν να απολύσουν;”
 “Εγώ έπαιρνα τα περισσότερα χρήματα στο δημιουργικό” μου απαντάει σαν να ντρέπεται.
“Ναι, αλλά έχεις πίσω σου βραβεία, εμπειρία, ιδέες, ταλέντο και αυτός ήταν ο λόγος που έπαιρνες το μισθό που ο εργοδότης σου έδινε εξαρχής. Δεν του τα έκλεβες.”
“Η κρίση,” βλέπεις.
Δύο μέρες μετά πηγαίνουμε για καφέ. Eκείνη δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι έχει συμβεί. Εγώ συνειδητοποιώ ότι οι απολύσεις έχουν αρχίσει να χτυπάνε κόκκινο. Τουλάχιστον, στη διαφήμιση. Όταν αρχίζουν να χτυπάνε στο στενό σου φιλικό κύκλο, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία.
Είμαστε πλέον δύο.
Ο Μίκης μέσα στο κεφάλι μου συνεχίζει να τραγουδάει “Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…”
Ενώ συζητάμε και δίνω οδηγίες για ΟΑΕΔ, OKANA, ΑΑ και ψυχολογική υποστήριξη μπαίνει στο μαγαζί ένας παλιός συνάδελφος.
Αγκαλιές, φιλιά. Η κουβέντα έρχεται στη δουλειά. Μας ρωτάει: “Tώρα πού είστε; Σε ποια εταιρία δουλεύετε;”
Ακούω εμένα και τη Μαίρη να απαντάμε με μία φωνή σαν τα Καλουτάκια: “Είμαστε άνεργες!”
Γελάει. “’Ελα κόψτε την πλάκα”.
Απαντάμε και πάλι στερεοφωνικά: “Δεν σου κάνουμε πλάκα”.
Το χαμόγελο παγώνει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του. Tρόμαξε. Δεν ξέρω αν είναι από την πληροφορία που του δίνουμε ή από το γεγονός ότι απαντάμε στερεοφωνικά και με απόλυτο συγχρονισμό. Κοιτάζει κάτω και προσπαθεί να βρει δυο κουβέντες να πει.
“Μα πώς; Και οι δύο;”
“Και οι δύο” απαντούν και πάλι οι αδελφές Καλουτά.
Ο συνάδελφος μας κοιτάζει σαστισμένος. Πάει να μιλήσει αλλά ψελλίζει κάτι του τύπου “δεν πειράζει”, “μην ανησυχείτε”, “βέβαια και σε εμάς, απέλυσαν τρεις πριν μια εβδομάδα”, “αλλά εσείς θα βρείτε δουλειά”.
“Είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…”
Κολοκύθια, σκέφτομαι!
Οι πιθανότητες να ξαναβρούμε εύκολα δουλειά στη διαφήμιση μαραίνονται σαν τα κολοκυθάκια σε καυτό λάδι στο τηγάνι.
Πιο εύκολο μου φαίνεται να βρούμε δουλειά σαν ντουέτο με τη Μαίρη σε επιθεώρηση και με τραγούδι-σουξέ “Βίρα τις Άνεργες”. 
“Είμαστε δυο…” τραγουδάει πάλι ο Μίκης στο κεφάλι μου. Τον σταματάω. Sorry, Μίκη αλλά πάντα το μιούζικαλ νικούσε μέσα μου τον επαναστατικό αγώνα και τη Μαρία Φαραντούρη.
Ήταν θέμα styling και, ίσως, μιας ξενοιασιάς που ήξερα ότι χανόταν μέρα με τη μέρα από εμένα και τους γύρω μου!

Βίρα τις Άνεργες για ξένους τόπους
να δουν τα μάτια τους άλλους ανθρώπους.
Σ' άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη
τις πάει πρίμα μακριά τ' αγέρι.

Βίρα τις Άνεργες που βάζουν πλώρη
μακριά απ' το έρημο το φτωχοχώρι. 

Στίχοι “Βίρα τις Άγκυρες”: Αλέκος Αγγελόπουλος
Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
 


Παπαρδέλες με κολοκυθάκια και σαφράν

ΥΛΙΚΑ
500 γρ. παπαρδέλες (ή ότι άλλο ζυμαρικό σας αρέσει π.χ. ταλιατέλες)
2 κουταλιές βούτυρο
1 μέτριο κρεμμύδι
1 σκελίδα σκόρδο
700 γρ. κολοκυθάκια
200 γρ. κρέμα γάλακτος (light)
σαφράν 2-3 στήμονες
παρμεζάνα τριμμένη
αλάτι, πιπέρι

EKTEΛΕΣΗ
Κόβουμε τα κολοκυθάκια σε λεπτά μακρόστενα κομμάτια.
Βάζουμε το βούτυρο στο τηγάνι και και σοτάρουμε το ψιλοκομμένο κρεμμύδι και το σκόρδο μέχρι να ροδίσουν.
Ρίχνουμε τα κολοκυθάκια και το σαφράν. Σοτάρουμε καλά.
Αφήνουμε για 6-7 λεπτά σε μέτρια φωτιά μέχρι να απορροφηθούν τα υγρά. Προσθέτουμε την κρέμα γάλακτος, αφήνουμε για 2-3 λεπτά ακόμα και σβήνουμε τη φωτιά.
Εν τω μεταξύ, βράζουμε τα ζυμαρικά σε άφθονο αλατισμένο νερό και τα σουρώνουμε. Ρίχνουμε τη σάλτσα στην κατσαρόλα που ήταν τα ζυμαρικά και τα αδειάζουμε μέσα.
Ανακατεύουμε καλά, προσθέτουμε την παρμεζάνα, φρεσκοτριμμένο πιπέρι και σερβίρουμε.


Εύκολο, γρήγορο, ελαφρύ σαν νούμερο επιθεώρησης. Ηρεμεί, και καθησυχάζει, μιλάει στη γλώσσα σου χωρίς να σε αναστατώνει. Ό,τι πρέπει για φίλους που μόλις έχασαν τη δουλειά τους, έχασε η ομάδα τους, χώρισαν ή απλά πέρασαν το βράδυ από το σπίτι να πουν ένα γεια- και καλά (για τον/την γκόμενο-α θα θέλουν να μιλήσουν).

7/6/11

Η μπλούζα, ο Κοέλο και η εργολαβία του σύμπαντος


Τρίτη, 23 Μαρτίου 2010
Αποφασίζω να ξυπνήσω νωρίς σήμερα. Θα πάω στο κέντρο.
Μέσα σε δύο ώρες βρίσκομαι σε βιβλιοπωλείο της οδού Πανεπιστημίου. Όταν δεν είμαι πολύ καλά, πηγαίνω πάντα στα βιβλιοπωλεία. Ο χρόνος εκεί σταματάει. Χαζεύω με τις ώρες τα εξώφυλλα, τις περιλήψεις των βιβλίων, χάνομαι σε υπέροχες φωτογραφίες λευκωμάτων από τόπους μακρινούς, ανακαλύπτω νέες συνταγές σε πολύχρωμα βιβλία μαγειρικής.
Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει στο βιβλίο με τον τίτλο αίνιγμα –για μένα- εδώ και χρόνια: “Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα” Πάολο Κοέλο.
Πάντα αναρωτιόμουν τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Γιατί έκατσε στις όχθες του συγκεκριμένου ποταμού; Γιατί έκλαψε; Τι τον έφερε σε τόσο απελπιστική κατάσταση που το έκανε και τίτλο ολόκληρου βιβλίου; Αφού ολόκληρο σύμπαν συνομώτησε για πάρτη του. Έτσι δεν λέει;
Σκέφτομαι ότι μπορεί το σύμπαν, πρώτα να τον είδε εκεί στις όχθες του ποταμού και μετά να τον λυπήθηκε και να συνομώτησε.
Προβληματισμένη για το σύμπαν και τον Πάολο, φεύγω και κοντοστέκομαι μπροστά στην είσοδο του Attica.
Οι μυρωδιές από τα αρώματα με σέρνουν στην κυριολεξία από τη μύτη αλλά εγώ έχω συγκεκριμένο προορισμό.
Θα πάω στον 3ο όροφο, στα ρούχα, στο αγαπημένο μου. Εκεί που πήγαινα συχνά μετά τη δουλειά, χάζευα και κάποιες φορές, ψώνιζα ρούχα που μου έφτιαχναν τη διάθεση.
Βλέπω τις καινούριες παραλαβές, κοιτάζω τις κρεμάστρες με ευλάβεια και ξαφνικά… η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά: Βλέπω την Μπλούζα! Υπέροχη, αέρινη, υπόσχεται το καλοκαίρι που έρχεται, με στέλνει σε δευτερόλεπτα σε νησί του Αιγαίου, ακούω ήδη το “Summertime and the living is easy” δίπλα στη θάλασσα, χαλαρώνω  και... κάνω τη μοιραία κίνηση. Κοιτάζω το ταμπελάκι με την τιμή.
Νιώθω το χέρι μου να καίγεται σαν να πιάνω, χωρίς γάντια, τη φόρμα της τάρτας στο φούρνο, στους 180 βαθμούς.
Η τιμή μιας μπλούζας, το μηνιαίο επίδομα ανεργίας. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, γυρίζω κολυμπώντας από το νησί και το soundtrack γίνεται “Να σου θυμήσω, είχε παλιόκαιρο τη μέρα που σε γνώρισα…”.
Σκέφτομαι ότι δεν μπορεί, κάπου πρέπει να γίνεται ένα τρομερό λάθος.
Ή η μπλούζα είναι πανάκριβη ή το επίδομα είναι μηδαμινό. Ζω σε μια χώρα που μου δίνει να ζήσω το μήνα, όσο κάνει μια μπλούζα! Μια ακριβή μπλούζα…για την ακρίβεια!
Και τότε, εκεί… στις άκρες των ραφιών του Attica, κάθισα κι έκλαψα.
Ήθελα να ’ξερα, όλο το σύμπαν ο Κοέλο το πήρε εργολαβία;



Τάρτα με ντοματίνια και πέστο

ΥΛΙΚΑ

1 φύλλο ζύμης για τάρτες
4 κουταλιές γλ. σάλτσα pesto έτοιμη
20 περίπου ντοματίνια κομμένα στη μέση
120 γρ. παρμεζάνα τριμμένη
1 αυγό
100 ml κρέμα γάλακτος (light)
100 γρ. μοτσαρέλα τριμμένη
1 κουτ. γλ. Βιτάμ
πιπέρι φρεσκοτριμμένο


ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Αλείφουμε με το Βιτάμ μια ταρτιέρα και στρώνουμε το φύλλο ζύμης.
Αλείφουμε με τη σάλτσα pesto, τοποθετούμε τα ντοματίνια με την κομμένη πλευρά προς τα κάτω και ρίχνουμε την παρμεζάνα. Χτυπάμε το αυγό με την κρέμα γάλακτος. Περιχύνουμε την τάρτα, σκεπάζουμε με τη μοτσαρέλα, ρίχνουμε πιπέρι και ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 25 λεπτά περίπου.

Τρώγεται καλύτερα χλιαρή, μετά από μια κουραστική μέρα, κάνει guest εμφανίσεις σε τραπέζια για πολλά άτομα με τεράστια επιτυχία και γίνεται αφορμή για κουβέντες του πόσο χαρισματικοί “σεφ” είστε.

31/5/11

Άνεργη 18 χρονών


Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010
Μπήκε η άνοιξη και εγώ νιώθω και πάλι 18.
Είμαι 18 γιατί δεν χρειάζεται να ξυπνήσω νωρίς το πρωί αφού δεν έχω πια δουλειά να πάω. Μπορώ να είμαι μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι μιας και το προηγούμενο βράδυ ξενύχτησα.
Όχι σε κάποιο μπαρ, αλλά στο σπίτι μου.
Ξενυχτάω κάθε βράδυ σπίτι μου. Από τις 12 και μετά αρχίζω να ζω τη ζωή του 18χρονου. Όταν οι Άλλοι αποσύρονται για να ξεκουραστούν, -αφού αυτοί έχουν δουλειά την επόμενη μέρα-, εγώ ξεκινάω. Εκείνοι πρέπει να ξυπνήσουν, να είναι ξεκούραστοι.
Για μένα, το πάρτυ, τώρα αρχίζει. Το φάντασμα της Αλέξιας έρχεται και μου τραγουδάει “Τα κορίτσια ξενυχτάνε μ’ένα μυστικό, μόνα ή δυο δυο…ω ω ω πώς πληρώνουν το φως;”
Μα πού ξεφύτρωσε το τελευταίο; Τα 18χρονα δεν πληρώνουν το φως, ούτε το ενοίκιο. Απλά ξενυχτάνε. Η νύχτα προβλέπεται και σήμερα μεγάλη.
Οι απρόσκλητοι καλεσμένοι αρχίζουν να καταφτάνουν. Ερωτηματικά που είχαν να εμφανιστούν δεκαετίες.Βρε, πώς μεγάλωσαν!
Ειδικά το ερωτηματικό του τι θα γίνω όταν μεγαλώσω…κι άλλο, τι θα κάνω με το μέλλον μου.
Φυσικά, στην απόκτηση της νέας μου ηλικίας, βοήθησε σημαντικά αυτό που ζω τη μέρα, όταν έχει φως και βλέπω και συνδιαλέγομαι με τους Άλλους.
Οι  Άλλοι έχουν ακόμα τη δουλειά τους. Οι Άλλοι γνωρίζουν για την κρίση αλλά δεν τους έχει αγγίξει ακόμα. Οι Άλλοι προσλαμβάνουν, απολύουν, έχουν μισθό. Οι Άλλοι ζουν τη ζωή που ταιριάζει στην ηλικία τους. Οι Άλλοι σε ρωτάνε “με τι ασχολείσαι” και εσύ κοκκινίζεις γιατί δεν ξέρεις τι να απαντήσεις. Οι  Άλλοι σε αντιμετωπίζουν σαν Άλιεν.
Πηγαίνω για interview σε μια διαφημιστική. Ζητάνε κάποιον με εμπειρία.
“Πολύ καλές οι δουλειές σου, έχεις εμπειρία και αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε” μου λέει ο Άλλος, το στέλεχος- “δημιουργικός”, το αξύριστο 40 plus “αγόρι” με το δαχτυλίδι στο χέρι και το σκουλαρίκι στο αφτί (απαραίτητα παράσημα δημιουργικότητας στην ελληνική διαφήμιση και όχι μόνο) “…αλλά…ξέρεις το budget είναι μικρό…”
“Πόσο μικρό;” τον ρωτάω. Μου λέει το μισθό και γελάω αυθόρμητα. Είναι ακριβώς, όσο ο πρώτος μου μισθός στη διαφήμιση πριν 12 χρόνια. “Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ λίγα αλλά οι εποχές είναι δύσκολες. Χρειάζεται προσαρμογή και συμβιβασμοί” μου λέει και με κοιτάζει ανέκφραστα.
Μέσα σε λίγα λεπτά νιώθω το πρόσωπό μου να τσιτώνει. Ο Άλλος μου έχει κάνει ολικό lifting, έχει εκμηδενίσει τα χρόνια και με έχει μεταμορφώσει σε ένα κορίτσι 18 χρονών που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη.
Μέσα σε λίγα λεπτά, σε λίγους μήνες που είμαι άνεργη, μου δίνουν το μισθό-χαρτζιλίκι που θα έπαιρνε ένα 18χρονο, άντε το πολύ 24χρονο.
Τον κοιτάζω, μία εκείνον, μία το σκουλαρίκι του. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Αναρωτιέμαι αν το σκουλαρίκι τον βοηθάει να νιώθει και εκείνος 18χρονος γιατί, σίγουρα, o μισθός του δεν το κάνει.
Τύφλα να έχει ο Φουστάνος, σκέφτομαι.
Ο Φουστάνος-στέλεχος μου έχει κάνει τα μούτρα κρέας και την αυτοπεποίθηση κιμά.
Φεύγω από το γυάλινο κτίριο με το κεφάλι κάτω. Άραγε θα με πάρει τηλέφωνο;
Εκείνη τη στιγμή ένα αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Για λίγο σταματάω και κοιτάζω τον ήλιο. Ορκίζομαι ότι βλέπω τη θάλασσα από την Κηφισίας. Και αποφασίζω να συμπεριφερθώ όπως ταιριάζει στη ηλικία μου. Θα πάω στην παραλία και θα κάνω κοπάνα από όλους και όλα. Κυρίως από τους Άλλους.
Σκέφτομαι ότι πεινάω. Θα πάρω την αγαπημένη τροφή κάθε 18χρονου που σέβεται τον εαυτό του: Burger. Με το χαρτζιλίκι μου!




Burger

ΥΛΙΚΑ
Για τα μπιφτέκια:
750 γρ. μοσχαρίσιος κιμάς
Μουλιασμένο σε γάλα μπαγιάτικο ψωμί: 4 φέτες
Αλάτι, πιπέρι: όσο σας αρέσει
Αυγό: 1 μέτριο
1/2 κουταλάκι γλυκιά πάπρικα
1 κρεμμύδι: 1 μέτριο προς μεγάλο τριμμένο στον τρίφτη
1 ντομάτα τριμμένη ξεφλουδισμένη  (κάνει τον κιμά πιο αφράτο)
1/3 ματσάκι ψιλοκομμένος μαϊντανός
1 κουταλιά μίγμα μπαχαρικών για barbecue
2 κουταλιές γλ. ελαιόλαδο

Burger
8 ψωμάκια για burger
8  φύλλα μαρουλιού
1 ντομάτα κομμένη σε λεπτές στρογγυλές φέτες
1 κρεμμύδι κομμένο σε ροδέλες

Επίσης:
πίκλες
κέτσαπ
μουστάρδα
μαγιονέζα
σάλτσα barbecue

Οδηγίες:
1. Μουλιάζετε σε γάλα το ψωμί και το στύβετε ελαφρά. Το βάζετε σε μπολ μαζί με όλα τα υπόλοιπα υλικά και ζυμώνετε .
Όσο περισσότερο ζυμώνετε τον κιμά τόσο πιο αφράτος γίνεται. Αν αντέχετε, μετρήστε μισή ώρα. Επίσης, βρέχετε τα χέρια σας, συχνά, όση ώρα ζυμώνετε τον κιμά.
2. Σκεπάζετε με μεμβράνη το μπολ και το βάζετε στο ψυγείο για 30 λεπτά ή μέχρι να το χρησιμοποιήσετε.
3. Προθερμαίνετε το γκριλ στην υψηλή θερμοκρασία (με τη σχάρα μέσα στο φούρνο για να κάψει) ή το φούρνο στους 220 βαθμούς. Πλάθετε 8 μεγάλα μπιφτέκια (τα μπιφτέκια με το ψήσιμο μαζεύουν).
4. Ψήνετε τα μπιφτέκια στο γκριλ και όταν ροδίσουν από τη μία πλευρά τα γυρίζετε από την άλλη.

Κόβετε τα ψωμάκια στη μέση και προσθέτετε τα υλικά της αρεσκείας σας. Το burger σας είναι έτοιμο.

Τέλειο για βραδιές με φίλους, για να δείτε DVD ή να παίξετε επιτραπέζια, όταν θέλετε να πιάσετε την τροφή σας, να την φάτε με μεγάλες μπουκιές, να λερωθείτε παντού με κέτσαπ και να μην σας νοιάζει, να γελάτε και να διασκεδάσετε “συναρμολογώντας” το burger σήμα κατατεθέν σας.

26/5/11

My sugar babes


Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010
Δεν είμαι καλά. Τι έχω; Δεν ξέρω.
Μου φταίνε όλα και όλοι.
Για ποιο λόγο; Δεν ξέρω!
Κενό και το κεφάλι μου κάνει πάρτυ με μαύρες σκέψεις.
Ποια είμαι; Δεν ξέρω. Τι επαγγέλομαι; Δεν ξέρω. Τι θέλω να επαγγέλομαι; Δεν θέλω να ξέρω.
Τι είμαι; Δεν ξέρω;
Ή μάλλον ξέρω! Μια μπερδεμένη γκρινιάρα που φοράει φόρμες και καταναλώνει όλα τα γλυκά του κόσμου.
Σοκολάτες, προφιτερόλ, τιραμισού, σουφλέ σοκολάτας, όλα μαύρα και γλυκά, αλλά γλύκα δεν βρίσκω πουθενά.
Γιατί τέτοια πίκρα; Δεν ξέρω. Τι είναι αυτό το πικρό ποτάμι με τις σκέψεις που με πνίγει μέρα- νύχτα; Δεν ξέρω.
Τι μου συμβαίνει; Η πανσέληνος πέρασε, κι όμως εγώ είμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Δεν βρίσκω τις λέξεις, η έμπνευση στέρεψε. Εικόνες, σκέψεις όλα μπερδεύονται πικρά.
Το βρήκα! Η λέξη κλειδί για σήμερα είναι το “πικρό” και τα παράγωγά του.
“Πικρές αλχημείες” παραφράζοντας τον τίτλο της εκπομπής. Πικρά γλυκά, πικρός καφές, πικρό και το τσάι.
Και η κανέλα είναι πικρή αν τη βάλεις σε μεγάλες ποσότητες στο φαγητό ή στα γλυκά. Γι’αυτό είναι οι καλύτερες φίλες με τη ζάχαρη. Χρόνια τώρα κολλητές.
Και εγώ έχω κολλητές. Οι φίλες μου, η δική μου ζάχαρη τον τελευταίο καιρό. Με τον τρόπο τους, η καθεμιά.
Η Μαίρη, ζάχαρη άχνη, απαλή και ραφιναρισμένη έρχεται να δώσει ήρεμες και καθησυχαστικές λύσεις, πασπαλίζοντας τις ανησυχίες μου με γλύκα και θετικότητα σαν όμορφο, λευκό κέικ πορτοκάλι.
Η Βίκυ, ζάχαρη ακατέργαστη, λιγότερο γλυκιά αλλά υγιεινή. Σε κοφτό κουταλάκι, ίσα να δώσει μια υποψία γλύκας στον πικρό, δυνατό καφέ. Δεν γλυκαίνει πολύ τα πράγματα, δεν τα κάνει ομορφότερα από αυτό που είναι. Ρεαλισμός και μια μικρή δόση ειρωνίας για τα δύσκολα, σου κάνει καλό χωρίς να σου γλυκαίνει το χάπι…ούτε καν την ασπιρίνη.
Το ίδιο και η Κατερίνα. Καστανή ζάχαρη, πιο υγιεινή με περισσότερα ιχνοστοιχεία από τη λευκή. Μπορεί να μπει σε όλα τα γλυκά και να γλυκάνει όλα τα πικρά. Είναι λίγο πιο ραφιναρισμένη από την ακατέργαστη αλλά αποτελεί φρουρό των υπέρβαρων με πίκρα σκέψεων, ώστε να ξαναβρίσκουν τη… γραμμή τους.
Η Αμαλία, σαν την κλασική, αγαπημένη λευκή ζάχαρη, σαν αυτή που βάζει η γιαγιά στο γλυκό του κουταλιού. Σταθερή αξία, απαραίτητη για να δέσει το γλυκό, να αποκτήσει υπόσταση και καραμελωμένη όψη, ακόμα και ένα άχαρο κυδώνι. Πάντα εκεί όταν την ψάξεις για να φτιάξεις αυτοσχέδιο κέικ. Πάντα εκεί για να σου θυμίσει την πραγματική ουσία των πραγμάτων. Απλά και ουσιαστικά. Η ζωή είναι απλή, όπως και οι λύσεις σε όλα τα προβλήματα.
Η Ελένη μοιάζει με την Αμαλία. Είναι και εκείνη λευκή, κλασική ζάχαρη, απλά σου υπενθυμίζει ότι η ζάχαρη είναι και ένα σκληρό υλικό που λιώνει, χωρίς όμως να αλλάζει ποτέ ουσία. Μόνο σχήμα. Γίνεται καραμέλα που όταν ξαναπαγώσει είναι ακόμα σκληρότερη. Γλυκιά και σκληρή, ευμετάβλητη και προσαρμοστική στον πάγο ή στη φωτιά, έχει πάντα μια λύση για κάθε πρόβλημα. Κάποιες φορές όμως, τόσο σκληρή που πρέπει να πονέσουν τα δόντια σου για να καταφέρεις να τη…μασήσεις.
Και τέλος, η Δανάη που είναι σαν τη φρουκτόζη. Νεαρότερη σε ανακάλυψη, εναλλακτική, το ίδιο γλυκιά με την κανονική ζάχαρη αλλά πιο υγιεινή και διαιτητική, σε εκπλήσσει ευχάριστα όταν τα πικρά κάνουν παρέλαση στο μυαλό σου.
Σου κάνει καλό και σου υπενθυμίζει αυτά που χρειάζεται να κάνεις για να προφυλάξεις τον εαυτό σου από τις πίκρες. Φτιάξε το κέικ της διάθεσής σου και πειραματίσου για αλλαγή με τα υλικά. Φρουκτόζη, έμπνευση και νέες ιδέες. Το αποτέλεσμα μπορεί να σε εκπλήξει.

Τελικά, όπως λέει και η παιδική αλλά παντοτινή μου φίλη Mary Poppins, “a spoon full of sugar helps the medicine go down…”
Kέικ σοκολάτας για σήμερα!





Kέικ με μαύρη ζάχαρη και ρευστή σοκολάτα

ΥΛΙΚΑ
μισό Βιτάμ (προτιμήστε soft light)
4 αυγά
1 φλιτζάνι μαύρη ζάχαρη
1 ποτήρι νερό
7 κ.γλ. κακάο
ενάμισι φλιτζάνι φαρίνα ολικής άλεσης

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το νερό με τη ζάχαρη, το κακάο και το βιτάμ.
Ανακατεύουμε σε σιγανή φωτιά ώσπου να λιώσουν όλα τα υλικά.
Κατεβάζουμε και αφήνουμε το μίγμα να κρυώσει λίγο.
Συνεχίζουμε, ρίχνοντας μέσα τους κρόκους των αυγών, ανακατεύοντας συνεχώς (είναι σημαντικό να μην σβολιάσει).
Γεμίζουμε ένα ποτήρι με το μίγμα και το βάζουμε στη συντήρηση του ψυγείου.
Αμέσως μετά χτυπάμε το ασπράδι από τα αυγά για να κάνουμε μαρέγκα.
Κατόπιν, ρίχνουμε τη μαρέγκα μαζί με τη φαρίνα στο μίγμα της κατσαρόλας με το κακάο. Ανακατεύουμε μέχρι να ομογενοποιηθούν τα υλικά.
Βάζουμε το μίγμα σε μια υπέροχη φόρμα και ψήνουμε στο φούρνο στους 180 βαθμούς για περίπου 20 λεπτά με μισή ώρα.
Όταν το κέικ είναι έτοιμο, τρυπάμε σε διάφορα σημεία (με οδοντογλυφίδα) και το περιχύνουμε με το μίγμα που είχαμε βάλει στο ψυγείο.


Μπορείτε να το φάτε ζεστό αλλά και κρύο. Να το μοιραστείτε με φίλους ή να το κρατήσετε αποκλειστικά για σας (το πιο πιθανό). Είναι η ευχάριστη έκπληξη όταν ανοίγετε το ψυγείο γύρω στη μία τη νύχτα. Ακόμα κι αν θέλετε κάτι αλμυρό, σίγουρα σε αυτό θα καταλήξετε.